Το χαρτί του υπεύθυνου πολιτικού ηγέτη, ο οποίος κινείται στα ευρωπαϊκά σαλόνια με άνεση, αλλά κυρίως με σοβαρότητα και πειστικότητα, αντιπαρατάσσει ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης στην «προχειρότητα» και στην «αναποτελεσματικότητα» που, σύμφωνα με την Πειραιώς, χαρακτήρισε την «αμερικανική περιπέτεια» του Αλέξη Τσίπρα.
Σε έναν διήμερο μαραθώνιο συναντήσεων και επαφών που είχε στις Βρυξέλλες, ο κ. Μητσοτάκης ανέπτυξε το σχέδιό του για το μέλλον της Ελλάδας στη νέα εποχή, η οποία ξεκινά από το 2018 με το τέλος του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας που με διάφορες παραλλαγές εφαρμόζεται την τελευταία οκταετία. Αποφεύγοντας εμφανώς τις αντιπολιτευτικές αιχμές, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν περιορίστηκε στην εκπλήρωση των τυπικών υποχρεώσεων που απέρρεαν από την παρουσία του στη σύνοδο κορυφής των ηγετών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Αντιθέτως, αξιοποίησε την ευκαιρία του ταξιδιού του για να εκπέμψει «μήνυμα κυβερνητικής ετοιμότητας». Και, κυρίως, για να φιλοτεχνήσει την «εικόνα του αυριανού πρωθυπουργού, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται απλώς και μόνο πώς θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά επιθυμεί διακαώς να δει τη χώρα του να εξέρχεται, επιτέλους, από την κρίση».
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας εξήγησε, σύμφωνα με όσα μεταδίδουν συνεργάτες του, σε όλους τους συνομιλητές του ότι για να συμβεί αυτό απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση να κάνει όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν προχωρήσει τα προηγούμενα χρόνια. Και, δεύτερον, οι εταίροι να βοηθήσουν με κάθε τρόπο να κατευθυνθούν προς τη χώρα μας μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, ικανές να απορροφήσουν την πολύ υψηλή ανεργία που μαστίζει τους Ελληνες και κυρίως τους νέους.
Ζητώντας τη συμβολή των εταίρων στον τομέα των επενδύσεων, ο κ. Μητσοτάκης παρέσχε διαβεβαιώσεις ότι «έχει έτοιμο το δικό του πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων». Πρόκειται, όπως είπε, για «πρόγραμμα ελληνικής ιδιοκτησίας», το οποίο εστιάζει στα εξής πέντε σημεία:
■ Στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
■ Στη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα με αξιολόγηση
■ Σε επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα
■ Σε ένα σύστημα εκπαίδευσης που θα δώσει τα εφόδια στους πολίτες του αύριο (που αποτέλεσε το κεντρικό θέμα του 2ου Προσυνεδρίου που οργάνωσε η Ν.Δ. στην Πάτρα)
■ Στην υιοθέτηση μιας σειράς καλών ευρωπαϊκών πρακτικών.
«Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως εναρμονισμένες με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης», επέμεινε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας εξερχόμενος από την κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε με τον επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Ο τελευταίος τού επεφύλαξε θερμή υποδοχή, γεγονός που ενδεχομένως θα περνούσε απαρατήρητο -με δεδομένο και το ταπεραμέντο του Λουξεμβούργιου πολιτικού- αν δεν είχε συμβεί το ίδιο και στις υπόλοιπες συναντήσεις του Ελληνα πολιτικού.
Ο κ. Μητσοτάκης συνάντησε συνολικά 11 από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ η κορυφαία στιγμή των επαφών του ήταν η -«ασυνήθιστη» για τα ευρωπαϊκά ήθη- ταυτόχρονη παρουσία επτά εξ αυτών στο γραφείο του Ελληνα επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος ανέλαβε και τη σχετική πρωτοβουλία, προκειμένου να ακούσουν τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και τις διαβεβαιώσεις του ότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει επεξεργαστεί -και επικαιροποιεί συνεχώς- «ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη ριζική ανάταξη της ελληνικής οικονομίας». Ενα σχέδιο που, όπως είπε, είναι «κοστολογημένο και συγκεκριμένο». Οι επίτροποι, σύμφωνα με «γαλάζιες» πηγές, υποδέχτηκαν τον κ. Μητσοτάκη ως «τον πολιτικό που θα κερδίσει τις εκλογές και αυτόν που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών χωρίς να δίνει υποσχέσεις που δεν μπορεί να εκπληρώσει».
Ο ίδιος ο πρόεδρος της Ν.Δ. έχει πάψει εδώ και καιρό να αναφέρεται στις εκλογές. Και ο λόγος που το κάνει δεν είναι τόσο επειδή, όπως επανειλημμένα έχει πει, «δεν είναι στο χέρι του να τις προκαλέσει». Αλλά κυρίως επειδή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των συνεργατών του, «τα συσσωρευμένα αδιέξοδα που προκαλούνται από την κυβερνητική πολιτική μοιραία θα οδηγήσουν στις κάλπες». Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται σίγουρος για την τροπή των πραγμάτων και γι’ αυτό με κάθε αφορμή υποστηρίζει ότι «το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται σήμερα ο τόπος μας είναι μια νέα πολιτική απάτη ή αυταπάτη». Μιλώντας μάλιστα για τον τρόπο που προτίθεται να πολιτευτεί, υποστηρίζει ότι δεν είναι στις προθέσεις του να ακολουθήσει «τον δρόμο του ανέξοδου δημαγωγικού λαϊκισμού» και να βρεθεί, έτσι, «αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα μετά τις εκλογές». «Αρκετά εξαπατήθηκε ο ελληνικός λαός» είναι η φράση που συνηθίζει να χρησιμοποιεί δημόσια αλλά και ιδιωτικά.
«Του αξίζει μια υπεύθυνη και σοβαρή κυβέρνηση που να διακρίνεται για τη συνέπεια λόγων και έργων, για την αποτελεσματικότητα και την εργατικότητά της», υποστηρίζει. Θέτοντας μάλιστα ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα της αξιοπιστίας, ο κ. Μητσοτάκης δεν αρνείται την καχυποψία που συχνά συναντά από ξένους παράγοντες και εκπροσώπους της επενδυτικής κοινότητας στις υποσχέσεις για δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος από την επόμενη κυβέρνηση. «Ο επιφυλάξεις τους είναι και εύλογες και δικαιολογημένες, καθώς άλλη είναι η βαρύτητα των λόγων και άλλη των πράξεων», αναγνωρίζει ο πρόεδρος της Ν.Δ. «Και αυτή η αναντιστοιχία έχει πλήξει την αναξιοπιστία της χώρας. Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις δεν είναι μόνο ένδειξη ανωριμότητας. Ενίοτε συνιστούν και απροκάλυπτο κυνισμό. Και όταν συνδυάζονται με έλλειμμα προετοιμασίας και μεγάλη προχειρότητα, τότε τα αποτελέσματα είναι ολέθρια», επισημαίνει, αφήνοντας σαφείς αιχμές για το πρωθυπουργικό ταξίδι στις ΗΠΑ.
Το ταξίδι στις ΗΠΑ και τα F-16
Η αξιωματική αντιπολίτευση τήρησε εξαρχής χαμηλούς τόνους για την επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Ουάσινγκτον. Στον απολογισμό, ωστόσο, που έκανε η Πειραιώς άσκησε κριτική υποστηρίζοντας ότι «η κυβέρνηση πέρασε σε όλα κάτω από τον πήχη», καθώς «με εξαίρεση μερικά λόγια τυπικής διπλωματικής αβρότητας, δεν φαίνεται να υπήρξε κάποιο χειροπιαστό όφελος. Ούτε στις επενδύσεις, ούτε στα εθνικά μας θέματα, ούτε σε σχέση με τον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας».
Παρά ταύτα, πάντως, η Ν.Δ. απέφυγε να υψώσει τους τόνους στο ζήτημα της αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16, την οποία τα «γαλάζια» στελέχη θεωρούν «επιβεβλημένη». Και γι’ αυτό τον λόγο περιορίστηκε να στηλιτεύσει την έλλειψη ενημέρωσης – «δεν μπορεί να μαθαίνουμε για το κόστος από τον πρόεδρο Τραμπ και το Κογκρέσο», ήταν η βασική ένσταση που συνοδεύτηκε από την απαίτηση να δοθούν εξηγήσεις στην ελληνική Βουλή.