Πολιτική

Λιβύη: Η αναβολή των εκλογών, οι τουρκικές βλέψεις και η ελληνική αντεπίθεση

Στη δίνη της πολιτικής αστάθειας και του διχασμού κινδυνεύει να κυλήσει και πάλι η Λιβύη, μετά τη ματαίωση της καθοριστικής για το μέλλον της χώρας, διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών της 24ης Δεκεμβρίου. Η εκλογική διαδικασία αναβάλλεται πλέον επ’ αόριστον, δεδομένου ότι ενώ αρχικά η αρμόδια Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή της Λιβύης (HNEC) είχε προτείνει να γίνουν οι εκλογές στις 24 Ιανουαρίου, εν συνεχεία εμφανίστηκε να υπαναχωρεί αποφεύγοντας να ορίσει νέα ξεκάθαρη ημερομηνία. Αν αυτού σύστησε στις πολιτικές δυνάμεις να καταλήξουν σε μία συμφωνία πάνω σε ένα “νέο, ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο οδικός χάρτη” όπου θα προσδιορίζεται το κάθε στάδιο, “αντί να οριστούν νέες ημερομηνίες και να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη”. Στην έκθεση, την οποία ανέγνωσε χθες το απόγευμα στους βουλευτές ο πρόεδρος της επιτροπής Αλ Χάντι αλ Σγάγιερ, προτείνεται επίσης η συγκρότηση μιας άλλης επιτροπής που θα εκπονήσει το νέο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο είχε καταργήσει από το 1969 ο Μουάμαρ Καντάφι, ζητώντας παράλληλα “τον ανασχηματισμό της εκτελεστικής εξουσίας”.

Η επιρροή και ο έλεγχος που ασκούν σε μια σειρά από πολιτικούς σχηματισμούς με αντικρουόμενα συμφέροντα, ξένες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Αίγυπτος, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Γαλλία, η Μεγ. Βρετανία, η Ιταλία και κυρίως η Τουρκία, δείχνει να ευνοούν τις συνθήκες περαιτέρω αποσταθεροποίησης της χώρας και επιστροφής της στην ένοπλη βία. Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα του λιβυκού λαού φαίνεται πως επιθυμεί να προσέλθει στις κάλπες, εντούτοις δεν είναι λίγοι οι υποψήφιοι ή οι ηγέτες πολιτικών κομμάτων, παραστρατιωτικών οργανώσεων και ακραίων ισλαμιστικών ομάδων, όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που με τη στάση τους μποϋκοτάρουν την εκλογική διαδικασία. Ενδεικτικά να σημειώσουμε πως περισσότεροι από 2,83 εκατομμύρια Λίβυοι, από τους περίπου 7 εκατομμύρια κατοίκους της χώρας, έχουν εγγραφεί για να ψηφίσουν, όποτε και εάν στηθούν κάλπες, αριθμός σχεδόν πενταπλάσιος από τους περίπου 600.000 ψηφοφόρους των προηγούμενων εκλογών.

Σύμφωνα με τον προγραμματισμό που είχε καθοριστεί τον περασμένο Σεπτέμβριο κατόπιν σχετικής πίεση της διεθνούς κοινότητας αλλά και του ΟΗΕ προς τους ηγέτες της χώρας, οι προεδρικές εκλογές θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν την περασμένη Παρασκευή, 24 του μήνα, και οι βουλευτικές ένα μήνα αργότερα, τον Ιανουάριο του 2022. Επί της διαδικασίας ωστόσο, η Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή της χώρας δεν κατάφερε εντέλει να ανακοινώσει τον τελικό κατάλογο των προεδρικών υποψηφίων, κυρίως λόγω των “προβληματικών” υποψηφιοτήτων του υιού του δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι, Σαϊφ αλ-Ισλάμ Καντάφι και του μεταβατικού πρωθυπουργού Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά.

Να επισημάνουμε πως αίτηση στην Εκλογική Αρχή της Λιβύης προκειμένου να είναι υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου, κατέθεσαν συνολικά 98 άτομα, μεταξύ των οποίων ο Σαΐφ αλ Ισλάμ Καντάφι, ο στρατάρχης Χαλίφα Χάφταρ, που ελέγχει ντε φάκτο την ανατολική Λιβύη, ο ισχυρός πρώην υπουργός Εσωτερικών Φάτι Μπασάγα, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου Αγκίλα Σάλεχ και ο μεταβατικός πρωθυπουργός Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά. Μεταξύ των υποψηφίων συμπεριλαμβάνονται επίσης και δύο γυναίκες, η Λαϊλά Μπεν Χαλίφα, 46 ετών, πρόεδρος και ιδρύτρια του κόμματος Εθνικό Κίνημα και η Χουνάιντα Αλ Μάχντι, ερευνήτρια κοινωνικών επιστημών. Από τις 98 υποψηφιότητες για διάφορους λόγους κόπηκαν οι 25, μεταξύ των οποίων και αυτή του υιού Καντάφι, με τον τελευταίο ωστόσο να έχει καταθέσει έφεση, η οποία δεν έχει ακόμη εκδικαστεί.

Η διαφαινόμενη ματαίωση των εκλογών στη Λιβύη, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει τις τελευταίες ημέρες μία αναδιάταξη δυνάμεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της χώρας, αλλά και την εμφάνιση “ανίερων” συμμαχιών ακόμη και μεταξύ φανατικών, μέχρι πρότινος, αντιπάλων. Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση θεωρείται η προσέγγιση που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες ημέρες μεταξύ του Στρατάρχη Χαλιφά Χαφτάρ και του τουρκικής καταγωγής πρώην Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης, Αχμέντ Ομάρ Μαιτίκ. Όντας ένας από τους πιο πλούσιους πολιτικούς παράγοντες της Λιβύης, ο Μαιτίκ εμφανίζεται να διαθέτει δική του Πολιτοφυλακή, αλλά και ισχυρές διασυνδέσεις με χώρες της Δύσης, αλλά και την Τουρκία. Παρόν στη συνάντηση ήταν επίσης και ένας ακόμη διεκδικητής της Προεδρίας, ο πανίσχυρος υπουργός εσωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Σάρατζ, Φατί Μπασάγα. Μία συνάντηση, η οποία, σύμφωνα με αναλυτές, υλοποιήθηκε με τις ευλογίες του Καΐρου, με στόχο την δημιουργία ενός κοινού μετώπου απέναντι στον μεταβατικό πρωθυπουργό της χώρας Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά.

Ο ρόλος της Τουρκίας

Κυρίαρχο ηγετικό, όσο και συντονιστικό ρόλο στην προσπάθεια υπονόμευσης των εκλογών, διαδραμάτισε η Άγκυρα. Η Τουρκία θέλοντας να διατηρήσει την επιρροή της στην Βορειοφρικανική χώρα, τόσο για γεωστρατηγικούς όσο και για οικονομικούς και ενεργειακούς λόγους, εμφανίζεται να κατευθύνει και να παρέχει αφειδώς στήριξη σε πολιτικά πρόσωπα που καθ’ όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα προσπάθησαν και εντέλει κατάφεραν, να σαμποτάρουν τις εκλογές είτε για ίδιον όφελος (φόβος απώλειας εξουσίας και χρημάτων), είτε προς όφελος των τουρκικών συμφερόντων, τα οποία εξυπηρετούνται από τη συνέχιση της αβεβαιότητας.

Μόνο τυχαίο δεν ήταν το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες οι ισλαμιστές και κυρίως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, οι απόψεις της οποίας εκφράζονται μέσα από το ηγετικό της στέλεχος, Χαλίντ αλ-Μίσρι, επιχείρησαν μέσω της πραγματοποίησης ένοπλων επιθέσεων σε εκλογικά κέντρα και πολιτικούς στόχους, να καλλιεργήσουν ένα κλίμα ανασφάλειας ανάμεσα στους πολίτες της χώρας και ταυτόχρονα κάποιου είδους πίεση προς στη διεθνή κοινότητα ώστε να αναβληθούν οι εκλογές. Πρόκειται για μία επιδίωξη που υλοποιήθηκε με τις ευλογίες αλλά και την παρασκηνιακή υποστήριξη της Άγκυρας. 

Η έναρξη αυτών των επιχειρήσεων, άλλωστε, ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα με το κάλεσμα που απεύθυνε στα τέλη του προηγούμενου μήνα από την Κωνσταντινούπολη όπου βρίσκονταν, ο Χαλίντ αλ-Μίσρι για κλείσιμο των εκλογικών κέντρων, απειλώντας ταυτόχρονα ότι στο ενδεχόμενο που ο επικεφαλής του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA) και σφοδρός πολέμιος των Αδελφών Μουσουλμάνων, στρατάρχης Χαλίφα Χάφταρ, κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, θα ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες. Ανάλογο κάλεσμα έκανε, επίσης από την Κωνσταντινουπολη και ο Σουχαϊλ αλ-Γκαριάνι, γιος του εξόριστου ισλαμιστή μουφτή της Λιβύης, Σαντίκ αλ-Γκαριάνι. Ως προς τον Χαλίντ αλ-Μίσρι Μισρι, να επισημάνουμε πως σε πρόσφατη συνέντευξή του, αναφέρθηκε και στο τουρκολυβικό μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών που αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα νότια της Κρήτης, λέγοντας πως “η Τουρκία και η Λιβύη προασπίστηκαν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο υπογράφοντας τη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών” και ότι “η Λιβύη θα ενισχύσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα έτι περαιτέρω”.

Εξίσου στενός σύμμαχος της Άγκυρας είναι όμως και ο προσωρινός πρωθυπουργός Ντμπεϊμπά, ο οποίος επίσης ζητούσε την αναβολή των εκλογών. Ο Ντμπεϊμπά είναι από τους πιο συχνούς επισκέπτες της τουρκικής πρωτεύουσας, έχοντας αναφανδόν ταχθεί υπέρ της άμεσης εφαρμογής του παραπάνω τουρκολυβικού μνημονίου, θεωρώντας ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα αμφοτέρων των χωρών. Παράλληλα ζητά αύξηση του αριθμού των Τούρκων συμβούλων στη Λιβύη, ενώ εμφανίζεται να διαφωνεί με τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που προβλέπει την αποχώρηση όλων των ξένων μαχητών από τη Λιβύη (η Άγκυρα διατηρεί στη Λιβύη χιλιάδες μισθοφόρους, κυρίως Σύριους και Σουδανούς ισλαμιστές τους οποίους μετέφερε στη βορειοαφρικανική χώρα κατά τα χρόνια διεξαγωγής του εμφυλίου). Η περαιτέρω παραμονή του στην εξουσία, μέσω της επ’ αόριστον αναβολής των εκλογών, θεωρείται ότι ρίχνει “νερό στο μύλο της Άγκυρας” αφού έχει υιοθετήσει πλήρως την τουρκική ατζέντα, απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα. Στο τουρκικό άρμα, θεωρείται πως έχει δεθεί και ο Σαΐφ αλ Ισλάμ Καντάφι, η υποψηφιότητα του οποίου καθηγήθηκε και προετοιμάστηκε σε πολιτικό αλλά και επικοινωνιακό επίπεδο, από Τούρκους αξιωματούχους.

Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση

Την ίδια στιγμή η χώρα μας, αναπτύσσοντας μια σειρά από πρωτοβουλίες αλλά και δράσεις, επιχειρεί να «κόψει» το μακρύ χέρι της Τουρκίας στη Λιβύη, σε μια προσπάθειά της αφενός να περιορίσει την τουρκική παρουσία στο «μαλακό υπογάστριό της», αφετέρου να ακυρώσει το τουρκολιβυκό Μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών. Μερικούς μήνες μετά την παύση του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη, η Ελλάδα, χρησιμοποιώντας κυρίως πολιτικά και διπλωματικά μέσα, αλλά και αξιοποιώντας τις στενές σχέσεις που εδώ και πολλά χρόνια έχουν καλλιεργήσει Έλληνες επιχειρηματίες με Λίβυους αξιωματούχους, επιδιώκει να βάλει φρένο στις τουρκικές βλέψεις αναφορικά με το άνοιγμα ενός νέου μετώπου σε βάρος της χώρας μας, αυτή τη φορά νότια της Κρήτης. Εξάλλου το “άπλωμα του τουρκικού χεριού” και στη Λιβύη, σύμφωνα με την χαρακτηριστική έκφραση που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια παρερμηνείας ως προς τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας στην περιοχή.

Οι Τούρκοι επιδιώκουν να πιέσουν τον, ούτως ή άλλως φιλικά διακείμενο απέναντί τους προσωρινό πρωθυπουργό της Λιβύης, Ντμπεϊμπά, ώστε να προχωρήσει άμεσα στην έκδοση απόφασης χορήγησης αδειών έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων προς την τουρκική κρατική εταιρεία (TPAO) σε περιοχές που εντάσσονται στο τουρκολυβικό Μνημόνιο αλλά ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, με στόχο να δημιουργήσει τετελεσμένα για την όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές. Να επισημάνουμε πως ήδη εδώ και αρκετούς μήνες η TPAO έχει καταθέσει σχετικό αίτημα και προς την λιβυκή κρατική εταιρεία πετρελαίου.

Στρατιωτικές βάσεις και συμφέροντα

Πέρα πάντως από τις πολιτικές επιδιώξεις τους, οι Τούρκοι έχουν κατοχυρώσει ισχυρά ερείσματα στη Λιβύη τόσο σε οικονομικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η Τουρκία, σε όλες τις διμερείς συναντήσεις με την κυβέρνηση της Τρίπολης, θέτει το αίτημα της καταβολής των χρημάτων (υπολογίζονται σε περίπου 5 δις δηνάρια) για τα έργα που εκτέλεσαν τουρκικές εταιρείες για λογαριασμό της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας κατά τη διάρκεια του Λιβυκού εμφυλίου αλλά και του κόστους εξοπλισμού του στρατού της.

Παράλληλα όμως και σε στρατιωτικό επίπεδο, ιδιαίτερα έντονη είναι η δράση που αναπτύσσουν στη Λιβύη παραστρατιωτικά ένοπλα τμήματα τα οποία αποτελούνται από Τούρκους μισθοφόρους, η δράση των οποίων καθοδηγείται απευθείας από την Άγκυρα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ο αριθμός των Τούρκων μισθοφόρων και των συνεργαζόμενων με αυτούς ισλαμιστών μαχητών ξεπερνά τους 11.000 άνδρες. Ταυτόχρονα η Άγκυρα έχει ήδη προχωρήσει στη δημιουργία δύο στρατιωτικών βάσεων στα Βόρεια της Λιβύης, με τις πληροφορίες να θέλουν τις δύο πλευρές να συζητούν την κατασκευή ακόμη μίας, στα κεντρικά της χώρας. Ήδη η τουρκική Πολεμική Αεροπορία λειτουργεί ως βάση της το αεροδρόμιο στην Αλ Ουατίγια, απ’ όπου συνήθως επιχειρούσαν τα τουρκικά Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη Bayraktar, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Την ίδια στιγμή σε εξέλιξη βρίσκονται και οι προετοιμασίες για τη δημιουργία ναυτικής βάσης στην πόλη Αλ Κουμς, 120 χλμ ανατολικά της Τρίπολης. Η συγκεκριμένη βάση χρησιμοποιείται για τον ελλιμενισμό πολεμικών πλοίων (συμπεριλαμβανομένων φρεγατών), ενώ οι πληροφορίες θέλουν στην περιοχή να έχουν αναπτυχθεί ειδικές δυνάμεις καθώς και μονάδες υποβρύχιων καταστροφών του τουρκικού ναυτικού προκειμένου να της παρέχουν προστασία. Από την άλλη πλευρά η μεταβατική κυβέρνηση της Τρίπολης φέρεται να έχει υποβάλει αίτημα προς την Άγκυρα για την αποστολή επιπλέον Τούρκων συμβούλων στη Λιβύη, με παράλληλη αύξηση του αριθμού των Λίβυων αξιωματικών που εκπαιδεύονται στην τουρκική Στρατιωτική Ακαδημία.

Το ελληνικό τέχνασμα στη Λιβύη και το… Ούρουτς Ρέις

Η ανάπτυξη τουρκικών βάσεων στη Λίβύη και ιδιαίτερα η λειτουργία της ναυτικής βάσης Αλ Κουμς έχει ανησυχήσει την ελληνική πλευρά, μιας και η στόχευσή της είναι ξεκάθαρα ο έλεγχος του Λιβυκού Πελάγους και της τεράστιας θαλάσσιας και πλούσιας σε υδρογονάνθρακες, ζώνης νότια της Κρήτης. Πρόκειται ακριβώς για την περιοχή που προσπαθεί να οικειοποιηθεί η Τουρκία μέσω του τουρκολυβικού συμφώνου. Στο πλαίσιο αντιμετώπισης αυτού του ενδεχομένου, εντάσσεται άλλωστε και ο μεγάλος αριθμός ναυτικών ασκήσεων που πραγματοποιεί το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό στο βόρειο Λυβικό πέλαγος, είτε μόνο του, είτε σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις, κυρίως της Αιγύπτου (διακλαδική άσκηση «Μέδουσα») αλλά και της Γαλλίας.

Ενδεικτικό των ευρύτερων σχεδιασμών του Πενταγώνου αποτελεί ένα σχετικά άγνωστο περιστατικό το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια της περσινής ελληνοτουρκικής κρίσης, όταν η Τουρκία επί σχεδόν τρεις μήνες είχε βγάλει το ωκεανογραφικό σκάφος Ούρουτς Ρέις για τη διεξαγωγή ερευνών εντοπισμού υδρογονανθράκων στην Κεντρική και Ν.Α Μεσόγειο, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, με τους στόλους των δύο χωρών, τότε, να φθάνουν οριακά στα όρια μίας ένοπλης αντιπαράθεσης. Με ένα τέχνασμα το ΓΕΝ, σε συνεργασία με το Αρχηγείο Στόλου, έδωσε ψευδές στίγμα αναφορικά με την ύπαρξη ενός ελληνικού υποβρυχίου 214 «Παπανικολής» στα ανοιχτά της Αλ Κουμς, ενόσω στην περιοχή βρίσκονταν ελλιμενισμένες τρεις τουρκικές φρεγάτες. Η τουρκική πλευρά είχε «τσιμπήσει» το δόλωμα με αποτέλεσμα να προκληθεί τεράστια ανησυχία στις τάξεις του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, επιπλέον δυνάμεις του οποίου κινήθηκαν προς την περιοχή, φοβούμενες το άνοιγμα ενός νέου μετώπου από την ελληνική πλευρά, δεδομένου ότι παράλληλα, τότε, βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη ο λιβυκός εμφύλιος.

Διπλωματικός πυρετός και ενέργεια

Από την πλευρά της η χώρα μας, αντιδρώντας στην τουρκική απειλή, που πλέον ανατέλλει και στα νότια θαλάσσια σύνορά της, επισημαίνει σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο την αναγκαιότητα απομάκρυνσης όλων των ξένων στρατευμάτων και μισθοφόρων από τη Λιβύη ως βασική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών. Το παραπάνω τίθεται σε κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους τόσο από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Νίκο Δένδια, όσο και από τον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η χώρα μας πάντως εμφανίζεται το τελευταίο χρονικό διάστημα να διαδραματίζει όλο και πιο ενεργό ρόλο στην επιστροφή της Λιβύης στην ομαλότητα συνεισφέροντας στην ανοικοδόμηση των θεσμών της, αρχής γενομένης από την εκπαίδευση της Λιβυκής Ακτοφυλακής. Επίσης η ελληνική πλευρά έχει εκφράσει την ετοιμότητα της να συμμετάσχει στον μηχανισμό επιτήρησης της κατάπαυσης του πυρός των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και στην αποναρκοθέτηση της χώρας με την προσφορά σχετικού εξοπλισμού. Στα ανωτέρω να προσθέσουμε και την ανθρωπιστική βοήθεια, καταρχήν με τη δωρεά 200.000 εμβολίων.
Σημαντικές επίσης είναι και οι κινήσεις που γίνονται και σε επίπεδο ανάπτυξης της ενεργειακής συνεργασίας, στο πλαίσιο που ήδη έχει δημιουργηθεί μέσα από την πρόσφατη υπογραφή συμφωνίας για τη διασύνδεση Ελλάδας – Αιγύπτου. Η συγκεκριμένη συμφωνία έχει επαναφέρει στην επικαιρότητα σκέψεις δημιουργίας μίας ενεργειακής βάσης στην Αίγυπτο στην οποία θα καταλήγουν αγωγοί μεταφοράς και λυβικών υδρογονανθράκων. Εν συνεχεία με άλλους αγωγούς και μέσω Κρήτης, οι υδρογονάνθρακες θα μεταφέρονται προς τις ευρωπαϊκές αγορές, ενισχύοντας την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης αλλά και μειώνοντας ταυτόχρονα σε σημαντικό βαθμό την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Μία διαδικασία που εφόσον υλοποιηθεί εκτιμάται ότι θα φέρει ανακατατάξεις και σε επίπεδο γεωστρατηγικών συμμαχιών.

Τα «ελληνικά» ταχύπλοα

Σε πολιτικό επίπεδο η χώρα μας «βλέπει» με θετικό μάτι την υποψηφιότητα του Στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, ηγέτη του Εθνικού Λιβυκού Στρατού. Άλλωστε, ο ισχυρός άνδρας της ανατολικής Λιβύης, τον Ιανουάριο του 2020 είχε επισκεφθεί την Αθήνα, ζητώντας, τότε, τη στήριξη της Ελλάδας σε αντιστάθμισμα της τουρκικής παρουσίας στη Λιβύη. Η ελληνική πλευρά επίσημα τουλάχιστον απέφυγε να εμπλακεί στον λιβυκό εμφύλιο, εντούτοις όμως οι ναυτικές δυνάμεις του στρατηγού Χαφτάρ, ενισχύθηκαν άμεσα και δυναμικά, έστω και δια της πλαγίας οδού, αφού Έλληνες ιδιώτες ενεπλάκησαν στην ενίσχυση του παράκτιου στόλου του. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από τις αρχές του περασμένου έτους ένας μικρός στόλος 30, ελληνικής κατασκευής, σκαφών τύπου Generis 12, εντάχθηκε στο στόλο του Στρατάρχη Χαφτάρ. Επρόκειτο για ελαφρά ταχύπλοα σκάφη, ικανά να αναπτύσσουν ταχύτητα μέχρι και 60 κόμβους, εξοπλισμένα με πυροβόλα όπλα και εκτοξευτές πυραύλων μικρού βεληνεκούς και με χαμηλό ίχνος εντοπισμού τους από τα ραντάρ. Τα συγκεκριμένα σκάφη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για την αντιμετώπιση των (κατά βάση τουρκικών) πλοίων που μετέφεραν εφόδια αλλά και όπλα στη φιλοτουρκική κυβέρνηση Σάραντζ της Τρίπολης. Στην παρούσα φάση τα εν λόγω σκάφη εξακολουθούν και ελέγχονται από τις δυνάμεις του Στρατάρχη Χαφτάρ, ενώ λόγω της λήξης των εχθροπραξιών χρησιμοποιούνται κυρίως για τον έλεγχο των παράκτιων ακτών της Λιβύης και την αντιμετώπιση πλοίων που επιχειρούν να σπάσουν το εμπάργκο όπλων στη χώρα

Διαβάστε ακόμη

Περισσότερα στην κατηγορία: Πολιτική