«Η επέκταση της πολιτικής επιρροής δεξιών κυβερνήσεων και κομμάτων στα κεντρώα μεσοαστικά στρώματα αποτελεί λογικό επακόλουθο» αναφέρει η Λούκα Κατσέλη, πρώην υπουργός και Ομότιμη Καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ, καταθέτοντας σε άρθρο της (στην ιστοσελίδα Libre) μια πολιτική πλατφόρμα για τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, και εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κάτι που, όπως επισημαίνει, «το έχει ανάγκη ο τόπος».
Μιλώντας για την Κεντροαριστερά, η κυρία Κατσέλη τονίζε ότι «η ανάγκη συγκρότησης ενός αρραγούς μετώπου προοδευτικών δυνάμεων είναι σήμερα πιο αναγκαία απο ποτέ τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας», προσθέτοντας πως «ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών αλλά και των Ευρωεκλογών τον Ιούνιο 2024 αλλά και εκλογικών αναμετρήσεων στα συνδικάτα, στα επιμελητήρια, στις επαγγελματικές ενώσεις, είναι καιρός ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αλλά και άλλες προοδευτικές δυνάμεις να ξεπεράσουν τον κομματικό ανταγωνισμό και τις αδιέξοδες στρατηγικές επικράτησης και ενίσχυσης της κομματικής επιρροής τους και να διερευνήσουν δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα στη βάση προγραμματικών δεσμεύσεων και συμφωνιών».
Αναλυτικά, το άρθρο:
Το μέλλον της Κεντροαριστεράς θα εξαρτηθεί από τρείς καθοριστικούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
Α) Την πρόταξη μιας σύγχρονης προοδευτικής ατζέντας που θα εμπνέει, θα δημιουργεί ασφάλεια και ελπίδα για το αύριο και θα συσπειρώνει μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία,
Β) Τη στήριξη και επικοινωνία αυτής της ατζέντας από ηγεσίες και στελέχη που χαίρουν αξιοπιστίας και πείθουν ότι αυτά που λένε μπορεί να γίνουν πράξη, και
Γ) Τη σύμπραξη προοδευτικών δυνάμεων και την οργάνωση αποτελεσματικών μηχανισμών διασύνδεσης, πολιτικής παρέμβασης και διεκδίκησης σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Οι πηγές και τα αποτελέσματα της πολιτικής κρίσης
Τα εκλογικά αποτελέσματα στις εκλογές της 21ης Μαΐου και στις επαναληπτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 στη χώρα μας επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο την πολιτική κρίση που υποβόσκει στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες ηπείρους εδώ και πολλά χρόνια και την ανάγκη πρόταξης ενός σύγχρονου προοδευτικού προγράμματος που θα λαμβάνει υπόψη του τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί διεθνώς, αλλά και θα απαντά στους σύγχρονους φόβους και τις αγωνίες ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων.
Οι απότομες μεταβολές και απομειώσεις των ποσοστών παραδοσιακών κομμάτων σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά αποχής και τη σταθερή άνοδο εθνικιστικών, ακροδεξιών ή λαϊκιστικών πολιτικών σχηματισμών αναδεικνύουν την βαθειά κρίση εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος προς το «συστημικό» πολιτικό σύστημα και κυρίως προς τα προοδευτικά κόμματα και τις προοδευτικές Κυβερνήσεις.
Η αμφισβήτηση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων είναι εξηγήσιμη. Η άναρχη παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες και η επικράτηση αρρύθμιστων διεθνών αγορών, χωρίς κανόνες και δημοκρατική εποπτεία, έχουν συντελέσει στην ανάδειξη ενός «κορπορατιστικού διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος». Όλο και περισσότερες αποφάσεις παίρνονται απο λίγους ισχυρούς πολυεθνικούς ομίλους που συνδέονται μεταξύ τους, δρουν ολιγοπωλιακά και επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων κυβερνήσεων και διεθνών Οργανισμών. Οι πολυεθνικοί αυτοί όμιλοι -147 εκ των οποίων ελέγχουν πάνω από το 40% του ιδιωτικού πλούτου παγκοσμίως- δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην ψηφιακή τεχνολογία, στην φαρμακοβιομηχανία, στην ενέργεια κ.α αλλά δεν συμμετέχουν στους διακυβερνητικούς μεταπολεμικούς Οργανισμούς του ΟΗΕ. Ξοδεύουν εκατομμύρια σε lobbying, αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες για συνεχή επέκταση των δραστηριοτήτων τους και επηρεάζουν όλο και περισσότερο, μέσω κοινωνικών δικτύων, την καταναλωτική συμπεριφορά, τα πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα, τις προσλαμβάνουσες αντιλήψεις ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων για την πολιτική, την οικονομία και τις προσδοκίες τους για το αύριο.
Η μεγάλη επιρροή και ισχύς που έχουν αποκτήσει εξω-θεσμικά οικονομικά δίκτυα ισχύος στη διαχείριση της ενημέρωσης και των πηγών πληροφόρησης, στη διαμόρφωση μέτρων πολιτικής αλλά και καταναλωτικών συνηθειών έχουν αποδυναμώσει την αξιοπιστία και αποτελεσματική λειτουργία του εθνικού κράτους και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η πολιτική κρίση έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο μετά τις απανωτές παγκόσμιες κρίσεις – χρηματοπιστωτική ,γεωπολιτική, προσφυγική, υγειονομική, κλιματική, επισιτιστική, ενεργειακή – που έχουν συντελέσει στην επικράτηση φόβου και εκτεταμένης ανασφάλειας. Οι Κυβερνήσεις εμφανίζονται αδύναμες να προλαβαίνουν κρίσεις, να εξασφαλίζουν την ανθρώπινη ασφάλεια ή να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις διερευνώμενες ανισότητες και την υποβάθμιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης για εκατομμύρια πολίτες. Ταυτόχρονα, η επικράτηση μιας «εικονιστικής δημοκρατίας» μέσα από τη χρήση κοινωνικών δικτύων ενημέρωσης έχει συμβάλει στην αποδυνάμωση παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης και δικτύωσης, χωρίς αυτές να έχουν αντικατασταθεί απο άλλους αποτελεσματικούς θεσμούς συμμετοχής, συλλογικής δράσης και διεκδίκησης.
Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, ολοένα και περισσότεροι πολίτες θεωρούν τη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα ανώφελη. Θέλγονται αντίθετα απο όποιο κομματικό σχηματισμό φαίνεται να προσφέρει επίπλαστη σταθερότητα, προστασία και ασφάλεια, πυροδοτώντας την ανάδειξη αυταρχικών Κυβερνήσεων (βλ., μεταξύ άλλων, Ουγγαρία και Πολωνία) ή/και τη χρήση αντιδημοκρατικών κυβερνητικών πρακτικών. Τα πρόσφατα παραδείγματα στην Ελλάδα (παρακολουθήσεις, λίστα Πέτσα, παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη κλπ) όσο και σε Ευρωπαϊκά κράτη (βλ. Γαλλία, Ιταλία κλπ ) είναι ενδεικτικά.