Ακούγεται σαν σκόπιμη παραδοξολογία, αλλά δεν είναι: η συναίνεση είναι μαγκιά. Γιατί, καμιά φορά, μαγκιά σημαίνει να μην κάνεις τον μάγκα. Σημαίνει να κάνεις τον πρόσκοπο.
Κάπως έτσι πρέπει να έχει εγγραφεί στον καμβά της πολιτικής μνήμης του Βαγγέλη Μεϊμαράκη η σημαντικότερη απόφαση που κλήθηκε να πάρει στη μεταβατική προεδρία του. Ηταν μαγκιά του που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο – αληθινή μαγκιά, όχι σαν τη στάση της τωρινής Νέας Δημοκρατίας που καταψηφίζει, έχοντας την ασφάλεια ότι τα μέτρα θα περάσουν μόνο με τις ψήφους της συμπολίτευσης. Και είναι προσβολή ασήκωτη για τον εύθραυστο ψυχισμό ενός αληθινού μάγκα, να του θυμίζεις ότι κάποτε αναγκάστηκε να ντυθεί πρόσκοπος.
Με τέτοιους εύκολους ψυχολογισμούς, περί του εύθικτου και παρορμητικού Βαγγέλη, επιχειρήθηκε χθες να διασκεδαστεί ο θόρυβος που σήκωσαν οι δηλώσεις του Μεϊμαράκη περί «τζάμπα μαγκιάς». Δεν εννοούσε, έλεγαν οι κομματικοί κυανόκρανοι, τον Μητσοτάκη. Εννοούσε τον Βορίδη, που το πρωί είχε πει ότι ήταν λάθος η συναίνεση το καλοκαίρι του 2015.
Αλλά κι ο Βορίδης, εξηγούσαν, είχε τα δίκια του. Γιατί στη δεκάωρη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας εκείνον τον δραματικό Ιούλιο είχε, μαζί με τον Αδωνι, αντιταχθεί στην άποψη της πλειοψηφίας, ότι τα μέτρα έπρεπε να ψηφιστούν προκειμένου να μείνει η χώρα στο ευρώ. Δεν το θυμήθηκε τώρα ξαφνικά.
Η επίσημη πυροσβεστική «μετάφραση» των δηλώσεων Μεϊμαράκη ήταν αναμενόμενη από την πλευρά μιας κομματικής ηγεσίας που έχει δείξει ότι δεν θέλει να διακινδυνεύσει ένα ιστορικό της προνόμιο: ο Μητσοτάκης είναι ο μόνος από τους τρεις τελευταίους προέδρους της Ν.Δ. που δεν έχει διαγράψει τον αντίπαλό του στη διεκδίκηση της προεδρίας – μέχρι στιγμής.
Φαίνεται ότι είναι αποφασισμένος να εξαντλήσει τα περιθώρια, προκειμένου να διασώσει αυτό το προνόμιο, ακόμη κι αν χρειάζεται να ασκεί ερμηνευτική βία στις επιθετικές δηλώσεις του προκατόχου του. Ακόμη κι αν χρειάζεται να τις σιδερώνει μετά το επικοινωνιακό επιτελείο του κόμματος.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η ιδιοσυγκρασία του Μεϊμαράκη. Ο ίδιος δεν ζύγισε μόνο τη μαγκιά του παρελθόντος. Μίλησε και για το μέλλον, ζητώντας τώρα συναίνεση σε «τρία – τέσσερα βασικά πράγματα». Ζητώντας δηλαδή από τον Μητσοτάκη να αλλάξει γραμμή.
Το πρόβλημα που, ίσως απροσχεδίαστα, φέρνει στην επιφάνεια ο Μεϊμαράκης είναι ότι υπάρχει ακόμη ένα κομμάτι της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Νέας Δημοκρατίας που έχει λόγους να ναρκοθετεί τη στρατηγική του Μητσοτάκη κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν παράγοντες που στη «συνεννόηση» με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν επενδύσει πολιτικό κεφάλαιο – και χωρίς την εξουσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα έχαναν κι εκείνοι τους μοχλούς της πολιτικής τους επιρροής.
Μπορεί ο Μεϊμαράκης να μην ανήκει σε αυτούς τους παράγοντες. Μπορεί όντως να δρα αυθορμήτως – και να προσφέρεται έτσι εθελοντικά ως ηχείο για τις μύχιες αγωνίες των άλλων.
Η αντίληψη παλαιών κομματικών παραγόντων είναι ότι ο Μητσοτάκης σωστά φροντίζει να μην υπεραντιδρά σε αυτήν τη φαγούρα αμφισβήτησής του. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι σωστά ο πρόεδρος της Ν.Δ. δεν ενοχοποιεί την καραμανλική πλευρά, που, άλλωστε, εδώ και καιρό δείχνει να προσπαθεί –όχι πολύ ηχηρά, αλλά συστηματικά– να απαλλαγεί από τη ρετσινιά του «συνοδοιπόρου».
Αν ο Μητσοτάκης είχε επιλέξει την οδό του εσωκομματικού ξεκαθαρίσματος, θα είχε αποξενώσει τον Καραμανλή. Θα είχε κάνει τον Καραμανλή δώρο στους καραμανλικούς – σε εκείνους που καμουφλάρουν τις προσωπικές του ατζέντες ως καραμανλικές και μεταμφιέζουν τον αντιμητσοτακισμό τους σε αίτημα εθνικής συνεννόησης. Και, κυρίως, θα είχε κάνει δώρο στον ΣΥΡΙΖΑ τον αντιπερισπασμό μιας αχρείαστης εσωκομματικής κρίσης.
Πρόκειται για μια αντίληψη που βασίζεται στον υπολογισμό ότι το όφελος από τη διατήρηση της κομματικής συνοχής υπερκαλύπτει την όποια ζημία προκαλεί η υπονόμευση του αρχηγικού status του Μητσοτάκη – η καταλλαγή συμφέρει περισσότερο από τη σύγκρουση. Βασίζεται στην προσδοκία ότι στο τέλος ο προσκοπισμός αφοπλίζει τον κουτσαβακισμό.
Αναδημοσίευση από kathimerini.gr