Ο καθηγητής και πρώην υπουργός χαρακτήρισε ενθαρρυντικές τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις έρευνες υδρογονανθράκων και τους αγωγούς της χώρας – Άφησε αιχμές για επτά χρόνια απραξίας στον συγκεκριμένο τομέα
«Παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει ουσιαστικά άπρακτα τα τελευταία 7 χρόνια, η πατρίδα μας έχει ακόμη το χρονικό παράθυρο να αναδείξει το νέο πανευρωπαϊκό ενεργειακό – γεωστρατηγικό ρόλο της, ως νέας πηγής τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο» τονίζει ο κ. Μανιάτης σε ανακοίνωσή του.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, η Ελλάδα μπορεί «να τροφοδοτήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση με το περίπου 20% της συνολικής ποσότητας φυσικού αερίου που εισάγει από τη Ρωσία, γεγονός που αποτελεί ένα σπουδαίο διπλωματικό – γεωπολιτικό όπλο στη φαρέτρα της χώρας».
«Η Εθνική Ενεργειακή Στρατηγική αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σημεία στα οποία και οι τρείς μεγάλες πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία 13 χρόνια (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) έχουν ουσιαστικά συμφωνήσει. Σήμερα, στο μέσο της τεράστιας ενεργειακής κρίσης που διέρχεται η Ευρώπη, πρέπει αυτή την εθνική παρακαταθήκη να την αξιοποιήσουμε προς όφελος των πολιτών και της εθνικής οικονομίας, αλλά και για τη στήριξη της ενεργειακής αυτονομίας της ΕΕ.
Επειδή τα ζητήματα των υδρογονανθράκων και των αγωγών ξεπερνούν κατά πολύ τους εθνικούς εκλογικούς κύκλους, συνιστά ιστορική εθνική ευκαιρία, με κοινή αντίληψη και ενιαίο λόγο, να απευθυνθούμε ως Ελλάδα στις τρείς μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα, Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς), ώστε να γίνει συνείδηση ότι η Ανατολική Μεσόγειος, με προεξάρχουσα την Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική νέα πηγή τροφοδοσίας της Ένωσης με φυσικό αέριο», κατέληξε.
Αναλυτικά η δήλωση του Γιάννη Μανιάτη
Ενθαρρυντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση για την υλοποίηση της Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής, που διαμορφώσαμε την περίοδο 2010-2014, αποτελούν οι σημερινές δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, αναφορικά με τις έρευνες υδρογονανθράκων και τους αγωγούς της χώρας.
Παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει ουσιαστικά άπρακτα τα τελευταία 7 χρόνια, η πατρίδα μας έχει ακόμη το χρονικό παράθυρο να αναδείξει το νέο πανευρωπαϊκό ενεργειακό – γεωστρατηγικό ρόλο της, ως νέας πηγής τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο.
Έχω αναφερθεί πολλές φορές στις προοπτικές εθνικής και πανευρωπαϊκής αξιοποίησης των πλούσιων δυνητικών ελληνικών κοιτασμάτων σε Ιόνιο και νότια Κρήτης (εκτιμώμενης αξίας 250 δις ευρώ), καθώς και των αγωγών και υποδομών φυσικού αερίου TAP, EastMed, IGB, FSRU, που από το 2013 έχουμε εντάξει για χρηματοδότηση στα έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος – PCIs.
Αυτές οι δυνατότητες, επιτρέπουν στη χώρα να τροφοδοτήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση με το περίπου 20% της συνολικής ποσότητας φυσικού αερίου που εισάγει από τη Ρωσία, γεγονός που αποτελεί ένα σπουδαίο διπλωματικό – γεωπολιτικό όπλο στη φαρέτρα της χώρας.
Παράλληλα, ήδη από το 2014, στον τομέα της Πράσινης Ενέργειας, η χώρα είναι η 6η καλύτερη στον κόσμο στην κατά κεφαλή παραγωγή φωτοβολταϊκής ενέργειας, η 7η καλύτερη της Ε.Ε. στη συμμετοχή της αιολικής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού, ενώ το πρόγραμμά μας «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», αξιολογήθηκε το 2014, ως το 2ο καλύτερο της Ε.Ε., αμέσως μετά το ισπανικό.
Η Εθνική Ενεργειακή Στρατηγική αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σημεία στα οποία και οι τρείς μεγάλες πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία 13 χρόνια (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) έχουν ουσιαστικά συμφωνήσει. Σήμερα, στο μέσο της τεράστιας ενεργειακής κρίσης που διέρχεται η Ευρώπη, πρέπει αυτή την εθνική παρακαταθήκη να την αξιοποιήσουμε προς όφελος των πολιτών και της εθνικής οικονομίας, αλλά και για τη στήριξη της ενεργειακής αυτονομίας της ΕΕ.
Επειδή τα ζητήματα των υδρογονανθράκων και των αγωγών ξεπερνούν κατά πολύ τους εθνικούς εκλογικούς κύκλους, συνιστά ιστορική εθνική ευκαιρία, με κοινή αντίληψη και ενιαίο λόγο, να απευθυνθούμε ως Ελλάδα στις τρείς μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα, Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς), ώστε να γίνει συνείδηση ότι η Ανατολική Μεσόγειος, με προεξάρχουσα την Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική νέα πηγή τροφοδοσίας της Ένωσης με φυσικό αέριο.