Ερώτηση στη Βουλή από τον βουλευτή Α΄ Πειραιά της Νέας Δημοκρατίας
Ο αντιστράτηγος ε.α., κατήγγειλε τον κοινωνικό ρατσισμό που υφίσταται η ευαίσθητη αυτή κοινωνική ομάδα ΑμεΑ, καθ’ όσον οι τραπεζικοί οργανισμοί με ελάχιστες εξαιρέσεις αποφεύγουν να εξασφαλίζουν την προσβασιμότητα στα μηχανήματα ανάληψης χρημάτων και επίσης εξακολουθούν σε πολλά καταστήματα να ζητούν δύο μάρτυρες για τις τραπεζικές συναλλαγές στα γκισέ, για κάθε συναλλασσόμενο που έχει οπτική αναπηρία, με αποτέλεσμα την παραβίαση του απορρήτου των τραπεζικών τους συναλλαγών.
Ο κ. Μανωλάκος, ανέφερε τα πέντε κύρια σημεία, όπου οι Τράπεζες, θα πρέπει από τη μία να εξασφαλίσουν την προσβασιμότητα στα άτομα με έλλειψη όρασης και από την άλλη να αλλάξουν τις διαδικασίες για να μη ζητείται η συμμετοχή τρίτων προσώπων, πράγμα το οποίο παραβιάζει τα προσωπικά τους δεδομένα
Καταλήγοντας ο Βουλευτής Α΄Πειραιώς και Νήσων, ερώτησε τους αρμόδιους υπουργούς αν προτίθενται να αναλάβουν πρωτοβουλίες προκειμένου οι τράπεζες, να σταματήσουν την άδικη μεταχείριση των ατόμων με προβλήματα όρασης και αν θα προβλέψουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για την συμμόρφωση των τραπεζών στον Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
Ακολουθεί το κείμενο της Ερώτησης:
Κύριοι Υπουργοί,
Η πανδημία του κορωνοϊού για περισσότερο από έναν χρόνο, έχει αλλάξει την καθημερινότητα των πολιτών και ιδιαίτερα την πρακτική των οικονομικών συναλλαγών, τόσο με τις εμπορικές επιχειρήσεις, όσο και με τα τραπεζικά ιδρύματα, διαμορφώνοντας μια νέα ψηφιακή οικονομική πραγματικότητα.
Ωστόσο, υπάρχει μια ομάδα συμπολιτών μας, τα άτομα με έλλειψη όρασης, η οποία αντιμετωπίζει τον κοινωνικό ρατσισμό, καθόσον είναι αποκλεισμένη από μία κομβική πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας, τις συναλλαγές με τις τράπεζες.
Πιο συγκεκριμένα:
Πρώτον,είναι υποχρεωτική, η ανάληψη χρημάτων από τα ΑΤΜ, για ποσά κάτω των 400 ευρώ χωρίς εξαιρέσεις, αλλά την ίδια στιγμή, με ευθύνη των τραπεζών αυτά δεν είναι προσβάσιμα στην τεράστια πλειοψηφία τους, σε άτομα με οπτική αναπηρία.
Δεύτερον, μετά την κατάργηση των τραπεζικών βιβλιαρίων και συνακόλουθα της ενημέρωσης του λογαριασμού,τα άτομα με προβλήματα όρασης, που είτε δυσκολεύονται να χειριστούν το e- banking, είτε οι ιστοσελίδες των τραπεζών δεν είναι προσβάσιμες, αναγκάζονται να χρησιμοποιούνάλλα πρόσωπα, αποδεχόμενοι έτσι, την παραβίαση του απορρήτου των τραπεζικών τους συναλλαγών.
Τρίτον, παρά τις εσωτερικές εγκυκλίους, που έχουν εκδώσει οι τράπεζες, όπως πληροφορούν τη κοινή γνώμη, εξακολουθούν σε πολλά καταστήματα να ζητούν δύο μάρτυρες για τις τραπεζικές συναλλαγές στα γκισέ για κάθε συναλλασσόμενο που έχει οπτική αναπηρία, κάτι που καταπατά βάναυσα το δικαίωμα τους για το απόρρητο των συναλλαγών τους, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τέταρτον, είναι τραγικό το γεγονός ότι, από τη μια οι τράπεζες παραπέμπουν σε υποχρεωτική χρήση των ΑΤΜ, ενώ από την άλλη, δημιουργούν προβλήματα και αρνούνται, την έκδοση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών σε άτομα με προβλήματα όρασης, που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις.
Πέμπτον, παρατηρείται το φαινόμενο οι τράπεζες να εγκαθιστούν ΑΤΜ καθώς και να προμηθεύουν τις επιχειρήσεις μηχανήματα POS με οθόνη αφής, και όχι με το κλασικό πληκτρολόγιο, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη χρήση τους από άτομα με προβλήματα όρασης.
Καταλήγοντας, επισημαίνεται ότι ενώ η ψηφιακή μεταρρύθμιση, έχει ως φάρο τον Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, στην περίπτωση των ατόμων με έλλειψη όρασης, ο κανονισμός παραβιάζεται από τις τράπεζες κατάφωρα, αφού σε κάθε περίπτωση ο τυφλός απευθύνεται για την εξυπηρέτηση και την ενημέρωσή του σε τρίτα πρόσωπα χωρίς την ελεύθερη πολλές φορές επιλογή του, βιώνοντας τον κοινωνικό ρατσισμό και αποκλεισμό από την συνήθη οικονομική ζωή
Κατόπιν των ανωτέρω ερωτώνται οι αρμόδιοι υπουργοί
αν προτίθενται να αναλάβουν πρωτοβουλίες προκειμένου:
α. Οι τράπεζες, να προβούν στην λήψη μέτρων, για την άρση της άδικης μεταχείρισης που υφίσταται, μια τόσο ευαίσθητη κοινωνική ομάδα, όπως τα άτομα με προβλήματα όρασης
β. Να προβλεφθούν οι απαραίτητοι μηχανισμοί, για την συμμόρφωση των τραπεζών στον Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και στην ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών, στην ακηδεμόνευτη οικονομική δραστηριότητα.