Για την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, τις κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί η κυβέρνηση και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που προωθεί αλλά και για τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και την πάταξη της αισχροκέρδειας μίλησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στον REAL FM.
«Αν μπορούμε να κρίνουμε από τις πρώτες κινήσεις και τις επιλογές προσώπων του νέου προέδρου, νομίζω ότι η νέα εποχή ξεκινάει με τα πιο παλιά υλικά και, μάλιστα, με ανθρώπους που κατά κανόνα συνδέονται με μία “τάση”, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό, η οποία εξέφρασε πολύ περισσότερο τη λάσπη και τον διχαστικό και τοξικό λόγο», ανέφερε ο κ. Μαρινάκης κληθείς να σχολιάσει την εκλογή του νέου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Δώσαμε συγχαρητήρια στον νέο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα περιμένουμε να ακούσουμε πλέον τη διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων και προτάσεων, γιατί η αντιπαράθεσή μας μαζί του προφανώς θα είναι πολιτική, όπως και με την αξιωματική αντιπολίτευση, και αναμένουμε -χωρίς να αισιοδοξούμε- να φύγει από το δρόμο της τοξικότητας και του διχαστικού λόγου. Οι πρώτες επιλογές δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν το τόσο νέο, περισσότερο παλιό μου φαίνεται, αλλά, προφανώς, όλα θα κριθούν στην πορεία.
Σε κανέναν τομέα της καθημερινότητας και της ζωής μας και στην πολιτική δεν πρέπει να υποτιμούμε, ούτε να υπερτιμούμε τον οποιονδήποτε ή την οποιαδήποτε. Όλοι πρέπει να κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Θεωρώ ότι η επικοινωνία είναι μία από τις πολύ σημαντικές πτυχές και της πολιτικής, γιατί μέσα από την επικοινωνία μπορούν οι πολίτες να μάθουν τι λες, τι κάνεις, τι θες να κάνεις, τον απολογισμό σου και τον προγραμματισμό σου, τις ιδέες σου, τις σκέψεις σου, αρκεί να υπάρχει περιεχόμενο. Το αν υπάρχει ή όχι περιεχόμενο, το οποίο είναι πολύ πιο σημαντικό από την ίδια την επικοινωνία, μένει να το δούμε στην πράξη».
Υπογράμμισε επίσης πως όλοι παρακολουθήσαμε «την προεκλογική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, μια εσωκομματική διαδικασία. Σε καμία περίπτωση, δεν κάναμε την οποιαδήποτε παρέμβαση με κάποια δήλωση. Ήταν μια καθαρά εσωτερική διαδικασία ενός κόμματος. Μένει να δούμε αν υπάρχουν θέσεις, ποιες είναι αυτές οι θέσεις και πώς αυτές οι θέσεις μπορούν να εφαρμοστούν. Το λέω ξανά, μακάρι να αποκτήσει ο τόπος μια αξιόπιστη και σοβαρή αξιωματική αντιπολίτευση η οποία να κάνει, προφανώς, και σκληρή κριτική στην κυβέρνηση. Έτσι λειτουργούν οι Δημοκρατίες. Να αντιπροτείνει συγκεκριμένες λύσεις και προτάσεις. Και να σταματήσουμε πλέον αυτό τον πολύ άσχημο κύκλο, του να έχουμε μία Αντιπολίτευση, η οποία να “πετροβολεί” εκ του ασφαλούς, να αμφισβητεί την ίδια την πραγματικότητα, να διακινεί συνεχώς fake news. Αυτό έκανε κακό και στον τόπο σίγουρα και, όπως απεδείχθη, και στα προηγούμενα τέσσερα χρόνια δεν ωφέλησε καθόλου το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Τόνισε πάντως πως δεν είναι αυτό που θα δώσει συμβουλές, ούτε αυτός είναι ο ρόλος του. «Απλά κάνουμε διαπιστώσεις με βάση την πραγματικότητα. Ας δούμε, λοιπόν, ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τι έχει να μας πει για όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, τους πολίτες, για όσα θέλει να κάνει εκείνος, ό,τι έχει να προτείνει και με βάση αυτά θα κάνουμε την πολιτική αντιπαράθεση», ανέφερε.
Αναφορικά με τα προβλήματα που κλήθηκε να διαχειριστεί η κυβέρνηση είπε πως δεν κρύβεται πίσω από αυτά, ούτε πίσω από την πραγματικότητα.
«Η αλήθεια είναι ότι τους τρεις πρώτους μήνες η κυβέρνηση κλήθηκε να διαχειριστεί πρωτοφανείς κρίσεις που προέκυψαν από φυσικά φαινόμενα, που δεν είχαν προηγούμενο. Πολύ δύσκολες καταστάσεις και ως προς τις πυρκαγιές, σε ένα καλοκαίρι που είχαμε ρεκόρ επικίνδυνων ημερών, ακραίας επικινδυνότητας, το πιο έντονο πλημμυρικό φαινόμενο στην ιστορία. Και σίγουρα αυτό δημιούργησε οργή, σε αυτούς οι οποίοι υπέστησαν τους κινδύνους, έχασαν τις περιουσίες τους, κινδύνευσαν. Θεωρώ ότι λειτούργησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο κρατικός μηχανισμός, σίγουρα, όμως, φάνηκε και η άλλη όψη του κρατικού μηχανισμού, που είναι οι διαχρονικές παθογένειες, που προφανώς έχουμε υποχρέωση να αντιμετωπίσουμε. Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε μια σειρά από πρωτοβουλίες. Έκανε, όμως, και τον απολογισμό, για το πού ήμασταν, πού είμαστε και πού πρέπει να πάμε στο θέμα της Πολιτικής Προστασίας, όπου έχουν γίνει σημαντικά βήματα, αλλά, προφανώς, η νέα πραγματικότητα επιτάσσει να γίνουν ακόμα περισσότερα», επεσήμανε ο κ. Μαρινάκης.
Πρόσθεσε ωστόσο πως «δεν είναι μόνο αυτά τα οποία συνέβησαν αυτούς τους τρεις μήνες. Έχουμε μία κυβέρνηση η οποία σε αυτό το χρονικό διάστημα έχει νομοθετήσει ήδη το 50% του οικονομικού της προγράμματος. Μιλάμε πλέον, μετά από 15 χρόνια, για αυξήσεις για όλους. Και για τον δημόσιο τομέα και για πάνω από 660.000 δημοσίους υπαλλήλους, κατά μέσο όρο 10,5% τον μήνα. Μιλάμε για αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα, πέραν του κατώτατου μισθού, που έρχεται μία ακόμα αύξηση σε συνέχεια των προηγούμενων, το ξεπάγωμα των τριετιών. Μιλάμε για αύξηση του αφορολόγητου. Μιλάμε για αυξήσεις στις συντάξεις. Για ένα εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο έχει τομές προς όφελος των εργαζομένων και κλείνει εκκρεμότητες που κανείς δεν μπορούσε να θίξει για πολλές δεκαετίες. Έχουμε τη διευκόλυνση του δικαιώματος ψήφου στους Έλληνες του εξωτερικού. Μια σειρά από πρωτοβουλίες σημαντικές στην υγεία, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Πολλά εξ αυτών αύριο θα τα συζητήσουμε και στο Υπουργικό Συμβούλιο, που, σκεφτείτε, είναι τόσα πολλά τα ζητήματα και οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται και υλοποιούνται άμεσα, που θα χρειαστεί και μια δεύτερη συνεδρίαση περίπου δέκα μέρες μετά.
Τι θέλω να πω. Προφανώς, η κατάσταση η οποία βιώνουμε, κυρίως λόγω των φυσικών καταστροφών, μας αναγκάζει να τρέξουμε με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα, για όσα πρέπει να γίνουν στο Κράτος. Το είπαμε και προεκλογικά. Δεν είπαμε ότι λύθηκαν όλα τα προβλήματα, αλλά, σκεφτείτε, ότι μέσα σε περίπου τέσσερα χρόνια και λίγο παραπάνω, η Ελλάδα από επαίτης, πρωταγωνιστεί. Η ελληνική οικονομία από εκεί που ήταν μόνο αντικείμενο αρνητικής είδησης, είναι η δεύτερη σε ανάπτυξη στην Ευρώπη, έχει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους. Έχουμε καταφέρει και έχουμε φτάσει την ανεργία σχεδόν σε μονοψήφιο, είναι λίγο πιο πάνω από το 10%. Έχουμε πλέον την επενδυτική βαθμίδα».
Στη συνέχεια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε στο ζήτημα της εισαγόμενης ακρίβειας χαρακτηρίζοντάς το «μεγαλύτερο πρόβλημα που απασχολεί το σύνολο των πολιτών και ειδικά αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία για να τα βγάλουν πέρα. Ο πληθωρισμός, που δεν είναι ένας δείκτης που βγαίνει από την κυβέρνηση ή από τη Νέα Δημοκρατία, είναι σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι δύο μονάδες κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και ο πληθωρισμός τροφίμων -που είναι ο πιο κρίσιμος δείκτης- για πάρα πολλούς μήνες βαίνει μειούμενος. Έχει πέσει δύο μονάδες από το 12 στο 10,5% και λίγο παρακάτω. Αλλά το γεγονός ότι έχει μειωθεί δεν σημαίνει ότι δεν είναι ακόμα υψηλός. Δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι μειώνονται οι τιμές, αλλά ότι αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό.
Την επενδυτική βαθμίδα και τη διαφορά, την αλλαγή στην ελληνική οικονομία, δεν τα ανέφερα όλα αυτά γιατί από μόνα τους ως δείκτες δεν απασχολούν τους πολίτες στην καθημερινότητά τους. Μια σειρά όμως από θετικές ειδήσεις για την ελληνική οικονομία έχουν κάνει εφικτό η κυβέρνηση να μπορεί να εφαρμόσει πλήρως ένα πρόγραμμα, το οποίο βασίστηκε σε αυτές τις επιτυχίες και να μπορούν έτσι να μειώνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όσο είναι δυνατόν οι συνέπειες αυτής της πληθωριστικής κρίσης. Με αυξήσεις στο εισόδημα των δημοσίων υπαλλήλων κατά 10,5%, στον μέσο μισθό στον ιδιωτικό τομέα μέσα σε μια τετραετία κατά 15%, με αυξήσεις δύο φορές στον κατώτατο μισθό κατά 20%, σε συνδυασμό με τα επιδόματα που έχουν δοθεί και τους πολύ αυστηρούς ελέγχους στην αγορά, που για μένα είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας. Προφανώς κανένα από μόνο του δεν αίρει πλήρως τις συνέπειες ενός τόσο έντονου πληθωριστικού φαινομένου».