Μία μητέρα εννέα παιδιών που απήχθη αλλά αφέθηκε ελεύθερη μερικές ημέρες μετά, υποστήριξα ότι «περισσότερες από 500 γυναίκες και εκατοντάδες παιδιά» κρατούνταν μαζί της σε ένα οικοτροφείο για νεαρά κορίτσια στην Μπάγκα.
Η ισλαμιστική οργάνωση Μπόκο Χαράμ απήγαγε εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά κατά την επίθεση που εξαπέλυσε στις αρχές Ιανουαρίου στην πόλη Μπάγκα, στη βορειοανατολική Νιγηρία, και μεγάλος αριθμός από αυτούς τους ομήρους μπορεί να βρίσκεται ακόμη στα χέρια των τζιχαντιστών.
Η Καϊτούμα Ουάρι, μια μητέρα εννέα παιδιών, που απήχθη αλλά αφέθηκε ελεύθερη μερικές ημέρες αργότερα, υποστήριξε ότι «περισσότερες από 500 γυναίκες και εκατοντάδες παιδιά» κρατούνταν μαζί της σε ένα οικοτροφείο για νεαρά κορίτσια στην Μπάγκα.
Ο αριθμός αυτός δεν έχει επιβεβαιωθεί από ανεξάρτητη πηγή. Ωστόσο, η αφήγηση της Ουάρι έχει κοινά στοιχεία με όσα ανέφερε η Διεθνής Αμνηστία επικαλούμενη μια άλλη διασωθείσα, καθώς και με τη μαρτυρία ενός άλλου προσώπου που μίλησε στο Γαλλικό Πρακτορείο.
«Η Μπόκο Χαράμ απήγαγε τουλάχιστον 300 γυναίκες. Μας κρατούσαν σε ένα σχολείο στην Μπάγκα», ανέφερε η γυναίκα που σώθηκε —η οποία ζήτησε να μην κατονομαστεί— μιλώντας για την απαγωγή της στη Διεθνή Αμνηστία. «Απελευθέρωσαν τις ηλικιωμένες και τα περισσότερα παιδιά μετά από τέσσερις ημέρες, όμως κράτησαν τις νέες κοπέλες», πρόσθεσε.
Ο Γιανάγιε Γκρέμα, ένας πολιτοφύλακας που γλίτωσε από τη σφαγή αφού κρυβόταν επί τρεις ημέρες στην Μπάγκα, είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι στο δάσος όπου είχε καταφύγει συνάντησε τρεις γυναίκες, μία από τις οποίες μετέφερε στην πλάτη της ένα βρέφος. «Μου είπαν ότι είναι μεταξύ των εκατοντάδων γυναικών που κρατούνται από την Μπόκο Χαράμ», υποστήριξε.
«Την Τετάρτη γύρω στις 2 το μεσημέρι, μας απελευθέρωσαν και μας είπαν να φύγουμε από την πόλη. Ήμασταν εκατοντάδες, όλες μητέρες», συνέχισε η Ουάρι η οποία έχει πλέον καταφύγει στο Μαϊντουγκούρι, την πρωτεύουσα της πολιτείας Μπόρνο, που απέχει 160 χιλιόμετρα από την Μπάγκα.
Στις 3 Ιανουαρίου η Μπόκο Χαράμ εξαπέλυσε μια μεγάλη επίθεση στην Μπάγκα και τα περίχωρά της, ίσως τη μεγαλύτερη τα τελευταία έξι χρόνια. Εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και χώρες όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τους ισλαμιστές για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Η 40χρονη Ουάρι είχε κλειστεί στο σπίτι της κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων αλλά τελικά αποφάσισε να βγει έξω. Μαζί με τα τρία μικρότερα παιδιά της άρχισε να αναζητά τον άνδρα της και τα έξι υπόλοιπα παιδιά της. «Μου είπαν να μην χάνω τον καιρό μου γιατί τους είχαν σκοτώσει όλους…» πρόσθεσε.
Οι αιχμάλωτες κρατούνταν στους κοιτώνες, στις τάξεις αλλά και έξω στην αυλή. «Οι περισσότερες από εμάς είχαμε χωριστεί από τα παιδιά και τους άνδρες μας. Δεν άγγιξαν καμία γυναίκα, τους ενδιέφεραν τα νεαρά κορίτσια. Τις παρακολουθούσαν και ένας ένοπλος τις συνόδευε παντού, ακόμη και στην τουαλέτα», εξήγησε.
Καθημερινά, οι ισλαμιστές έφερναν τρόφιμα που είχαν κλέψει από τις αγορές της πόλης και ανάγκαζαν τις γυναίκες να τους μαγειρεύουν. Πολλές δεν μπορούσαν να φάνε απολύτως τίποτα από τον τρόμο τους. Όταν «βαρέθηκαν τις υστερικές» αποφάσισαν να τις ξεφορτωθούν, συνέχισε η Ουάρι. «Ήμασταν καμιά εκατοστή, όλες μητέρες. Ποτέ δεν θα άφηναν τα νέα κορίτσια να φύγουν», πρόσθεσε.
Η πολύτεκνη μητέρα γλίτωσε από τους ισλαμιστές για να ανακαλύψει ότι η πόλη της είχε μεταβληθεί σε έναν σωρό ερειπίων. «Είδα πολλά καμένα σπίτια και πτώματα σε αποσύνθεση. Κάλυπτα τη μύτη μου με την άκρη της μαντίλας μου γιατί η μυρωδιά των νεκρών ήταν εξοντωτική. Στην πόλη δεν υπήρχε πλέον κανείς εκτός από τους άνδρες της Μπόκο Χαράμ. Περιπολούσαν νύχτα και μέρα. Δεν κοιμούνται τη νύχτα. Είχαν στήσει το αρχηγείο τους στη στρατιωτική βάση» των ενόπλων δυνάμεων της Νιγηρίας και «είχαν εγκατασταθεί σε όλα τα μεγάλα σπίτια της Μπάγκα», συνέχισε.
«Σχεδόν όλα τα χωριά απ’ όπου περάσαμε, στον δρόμο προς το Μουνγκούνο (σ.σ. μια κοινότητα που απέχει 65 χλμ.) ήταν ερημωμένα. Είχαν απομείνει μόνο οι γερόντισσες που δεν μπορούσαν να περπατήσουν μια τόσο μεγάλη απόσταση», είπε.
Η Ουάρι δεν έχει καμία πληροφορία για το τι απέγιναν ο 57χρονος σύζυγός της και τα έξι παιδιά της. Ο νους της όμως τρέχει και στις γυναίκες που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στη φυγή της προς το Μαϊντουγκούρι καθώς κι εκείνες που παραμένουν στα χέρια των ισλαμιστών. “Πολλές ήταν πολύ άρρωστες, δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα, ούτε να περπατήσουν. Νομίζω ότι θα πεθάνουν από το κρύο”, κατέληξε.