Τα χρήματα έχουν τη δική τους γλώσσα και είναι ισχυρή. Ειδικά σε εποχές -σαν τη σημερινή- που είναι δυσεύρετα στην αγορά εργασίας, ο μισθολογικός παράγοντας είναι ο ουσιαστικότερος για να κινητοποιήσει έναν εργαζόμενο και να τον βάλει στη διαδικασία να τα αναζητήσει παντί τρόπω.
Με το οικονομικό κλίμα να βελτιώνεται -με ισχνά, αλλά ουσιαστικά βήματα- στην Ελλάδα, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι αναζητούν μια καλύτερη εργασία με βασικό κριτήριο στις αναζητήσεις τους τις απολαβές τους.
Βέβαια, την ίδια στιγμή που κάποιοι ψάχνουν το καλύτερο στην αγορά εργασίας, κάποιοι αναζητούν απλώς μια εργασία, έτσι ώστε να ξεφύγουν από το βραχνά της ανεργίας. Σε αυτά τα συμπεράσματα κατέληξε η μελέτη της εταιρείας παροχής υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού Randstad Hellas.
Tο 82% των ερωτηθέντων θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία να αλλάξει θέση εργασίας αν είχε προσφορά για περισσότερα χρήματα και το 76% δήλωσε ότι θα άλλαζε θέση εργασίας προκειμένου να βελτιώσει τις ευκαιρίες σταδιοδρομίας του.
Επίσης, το 59% θα άλλαζε θέση εργασίας αν μπορούσε να βρει μια δουλειά που να ταιριάζει καλύτερα με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, παρά το γεγονός ότι το 62% δήλωσε ότι η τρέχουσα εργασία του είναι σχετική με την εκπαίδευσή του.
Η… τέλεια δουλειά
Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ελλάδα το 36% δήλωσε ότι έχει την τέλεια δουλειά, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο το ποσοστό αυτό είναι 56%. Λίγο πάνω από το μισό των ερωτηθέντων (54%) δήλωσε επίσης ότι βλέπει την τρέχουσα εργασία του ως έναν τρόπο να κερδίζει τα προς το ζην και τίποτε περισσότερο. Επίσης το 74% είναι πεπεισμένο ότι θα εργάζεται σε μια παρόμοια θέση σε τρία χρόνια από τώρα.
Μειωμένο ενδιαφέρον για προαγωγή
Οσον αφορά την προαγωγή, η ίδια μελέτη επισημαίνει ότι από τους ερωτηθέντες στην Ελλάδα το ποσοστό όσων επικεντρώνονται στην προαγωγή μειώθηκε κατά 1%, στο 57%, σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο. Στην Ευρώπη οι Ιταλοί εργαζόμενοι σε ποσοστό 82% είναι οι περισσότερο επικεντρωμένοι στην προαγωγή τους και ακολουθούν οι εργαζόμενοι στη Σλοβακία (75%), στη Γαλλία (74%), στη Γερμανία (75%), στο Λουξεμβούργο (72%) και στην Τουρκία (69%). Οι ευρωπαϊκές χώρες με τη μικρότερη έμφαση στην προαγωγή είναι η Νορβηγία (35%), η Σουηδία (36%) και η Δανία (38%).