Υπέρ του ελληνοτουρκικού διαλόγου τάσσεται ο πρωθυπουργός επισημαίνοντας, όμως, ότι δεν μπορεί να γίνει «υπό καθεστώς πίεσης και εκβιασμών» – Ποια μηνύματα στέλνει στην Άγκυρα και τι προαναγγέλλει για τη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ
Το αισιόδοξο μήνυμα ότι «το 2020 σηματοδοτεί το τέλος της κρίσης» και θα αποτελέσει «αφετηρία μιας νέας δεκαετίας συνεχούς προόδου», εκπέμπει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Υπ' αυτό το πνεύμα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής», επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε μέτρα ανακούφισης της μεσαίας τάξης, ανακοινώνοντας ότι ο δημοσιονομικός χώρος, ο οποίος ευελπιστεί η κυβέρνηση ότι θα προκύψει από την απόδοση θα έχει η ελληνική οικονομία, θα αξιοποιηθεί για τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, ένα μέτρο που ο ίδιος χαρακτήρισε «αιχμή υπέρ της μεσαίας τάξης».
Στον απόηχο της τελευταίας όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και την παραμονή κρίσιμων πρωτοβουλιών, επαφών και αποφάσεων, όπως η υπογραφή την προσεχή Πέμπτη στην Αθήνα της συμφωνίας για τον αγωγό EastMed, αλλά και η επίσκεψη που θα πραγματοποιήσει την επόμενη εβδομάδα στον Λευκό Οίκο, έστειλε διπλό μήνυμα προς την Άγκυρα, υπογραμμίζοντας, αφενός, ότι «η Ελλάδα επιθυμεί τον διάλογο, όχι όμως υπό καθεστώς εκβιασμών» και, αφετέρου, ότι «διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις».
Αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ο κ. Μητσοτάκης διευκρινίζει ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες δυνατότητες επίλυσης των διαφορών όπως τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, οι διερευνητικές επαφές και ο πολιτικός διάλογος ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα.
Δεν απαιτούμε, δεν εκχωρούμε
«Η Ελλάδα δεν απαιτεί τίποτε, αλλά και δεν εκχωρεί τίποτα. Και δεν προκαλεί, αλλά συνομιλεί. Ο δρόμος του διαλόγου είναι ανοιχτός και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και για τις διερευνητικές επαφές, και για πολιτικό διάλογο», αναφέρει, συνεχίζοντας: «Πρόθεσή μου, λοιπόν, είναι να συζητούμε με την Τουρκία και στα τρία επίπεδα. Και πιστεύω πως, ναι, θα πρέπει να πούμε καθαρά ότι αν δεν μπορούμε να τα βρούμε, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και για να είμαι απολύτως σαφής, αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν πιστεύουμε -και το πιστεύουμε- ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα ως χώρα από αυτή την εξέλιξη».
Στο ερώτημα αν είναι έτοιμο το πολιτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία να δεχθούν τον συμβιβασμό που θα επιβάλει το Δικαστήριο της Χάγης, ο πρωθυπουργός απαντά: «Όταν προσφύγουμε στη Χάγη για να λύσει τη διαφορά μας με την Τουρκία, θα πρέπει να είμαστε αφενός απολύτως σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Και αφετέρου απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου. Θεωρώ δεδομένο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα τύγχανε της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων. Είναι απαραίτητο να γίνει. Αν κρίνω από τις δημόσιες τοποθετήσεις των υπόλοιπων κομμάτων, δεν βλέπω να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίρρηση. Διαμορφώνεται, με άλλα λόγια, μια πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει, με κάποιο τρόπο, να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία. Όχι, όμως, υπό καθεστώς πίεσης και εκβιασμών. Αυτή η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει στην ελληνική κοινωνία που πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι και η σωστή επιλογή. Γιατί ποια άλλη επιλογή έχουμε; Να μην κάνουμε τίποτα και να παραμένουμε σε μια ισορροπία τρόμου με την Τουρκία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε ένα σενάριο όπου θα είμαστε και οι δύο χαμένοι; Διότι κερδισμένος δεν υπάρχει σε ένα σενάριο θερμού επεισοδίου».
Αναφερόμενος, εξάλλου, στο εξοπλιστικό πρόγραμμα επισημαίνει πως στην συνάντηση με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στις 7 Ιανουαρίου, θα συζητήσει την απόκτηση από τη χώρα μας μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς, F-35, όταν το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες.
«Το μονοπώλιο της νόμιμης βίας»
Ο πρωθυπουργός στηρίζει τη πολιτική του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και την ΕΛ.ΑΣ. εκφράζοντας τη σαφή βούληση της κυβέρνησης να συνεχίσει τις αστυνομικές επιχειρήσεις για την πάταξη της ανομίας και διαμηνύοντας πως η τρομοκρατία θα τσακιστεί. Αναγνωρίζει πάντως την ανάγκη διερεύνησης των καταγγελιών αστυνομικής βίας, λέγοντας πως αν υπήρξαν μεμονωμένες συμπεριφορές που ξεπέρασαν τα όρια, αυτές θα ελεγχθούν και θα αποδοθούν ευθύνες.
«Στηρίζω απόλυτα και τον αρμόδιο υπουργό και την Ελληνική Αστυνομία στο χρέος που ανέλαβαν να υπηρετήσουν», αναφέρει, προσθέτοντας: «Κάποια στιγμή πρέπει να αντιληφθούμε ότι σε μια οργανωμένη πολιτεία το μονοπώλιο της νόμιμης βίας το έχει μόνο το κράτος. Μάλιστα, δεν ασκείται από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Και πάντα στο όνομα του κοινού καλού. Δεν χαίρεται κανείς όταν ασκείται βία, θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Ούτε πανηγυρίζει».
Ο πρωθυπουργός, όπως αναμενόταν, δεν άνοιξε τα χαρτιά του για την επιλογή του προσώπου που θα προτείνει για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, περιοριζόμενος να επισημάνει ότι πρέπει να είναι ένα πρόσωπο που συμβολίζει την ενότητα. «Αναγνωρίζω ότι η ευθύνη της επιλογής είναι δική μου. Είναι μια βαθιά προσωπική απόφαση», δηλώνει. «Θα προτείνω το πρόσωπο που θεωρώ πλέον κατάλληλο, πιστεύοντας ότι η εισήγησή μου θα είναι τέτοια που θα πρέπει τα άλλα κόμματα να κληθούν να αιτιολογήσουν γιατί δεν θα την ψηφίσουν», συμπληρώνει χωρίς να αποκαλύπτει αν θα είναι άνδρας ή γυναίκα καθώς λέει ότι «δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει και την ελληνική κοινωνία. Το κατάλληλο πρόσωπο ενδιαφέρει».
Ερωτώμενος, τέλος, για το εκλογικό σύστημα κάνει γνωστό ότι η κυβέρνηση θα καταθέσει στη Βουλή εντός του Ιανουαρίου νομοσχέδιο που θα επαναφέρει το μπόνους των εδρών στο πρώτο κόμμα, μπόνους το οποίο θα είναι κλιμακωτό, στοχεύοντας σε σταθερές κυβερνήσεις.