Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης επισημάνθηκε η σημασία της γόνιμης ανταλλαγής απόψεων μεταξύ κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαμόρφωση πολιτικών για την προστασία των πολιτών, ενώ εξετάστηκαν τρόποι ενίσχυσης της εποικοδομητικής συνεργασίας.
Έγινε αποτίμηση νέων μέσων και εργαλείων που διατίθενται για την πολιτική προστασία, όπως ο υπό κατάρτιση νέος Χάρτης Επικινδυνότητας, που με βάση επιστημονικά κριτήρια θα αποτυπώνει αναλυτικά τη διαβάθμιση κινδύνου εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών. Ο Υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Γιάννης Κεφαλογιάννης παρουσίασε τα οφέλη από την υιοθέτηση του νέου Χάρτη, προσθέτοντας πως οι εργασίες για την κατάρτισή του αναμένεται να ολοκληρωθούν έως το τέλος του μήνα.
Εξετάστηκε επίσης το ενδεχόμενο το Δίκτυο να αναλάβει τη λεπτομερή καταγραφή, μεταξύ άλλων, των πυροσβεστικών μέσων, των οχημάτων έργου και των εκπαιδευμένων εθελοντών που διαθέτει κάθε Δήμος ανά την Ελλάδα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι δυνατή η κατάρτιση βάσης δεδομένων η οποία θα επιτρέπει αφενός τη «χαρτογράφηση» των δυνατοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης και αφετέρου τον καλύτερο σχεδιασμό μελλοντικών προμηθειών, ώστε να καλυφθούν τυχόν κενά, με βάση τις ανάγκες κάθε περιοχής που θα αποτυπώνονται στον Χάρτη Επικινδυνότητας.
Τα μέλη του Δικτύου παρουσίασαν προτάσεις για την αποτελεσματικότερη πρόληψη φυσικών καταστροφών, ειδικά πυρκαγιών, με δημοτικά μέσα, αλλά και για την καλύτερη ανταπόκριση των ΟΤΑ σε περίπτωση κρίσης.
Ανάμεσα στις προτάσεις που συζητήθηκαν ήταν η συγκρότηση τοπικών κέντρων διαχείρισης κρίσεων, τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν την περιοχή ευθύνης μεμονωμένων Δήμων ή ομάδων Δήμων, η καλύτερη προετοιμασία των ΟΤΑ στο πεδίο της πολιτικής προστασίας και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των δημοτικών υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας.
Στο πλαίσιο της σύσκεψης υπογραμμίστηκε ότι, παρά τις ιδιαίτερα δύσκολες φετινές πυρομετεωρολογικές συνθήκες, οι καμένες εκτάσεις στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους είναι περίπου 4,5% λιγότερες σε σχέση με τον μέσο όρο της περασμένης 20ετίας. Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφεται άνοδος της τάξης του 208% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2006-2024.