Στο τρίτο άρθρο του διακανονισμού αυτού (πηγή: Καθημερινή) αναγνωριζόταν η ιδιοκτησία της Μονής: «Τα μέρη συμφωνούν ότι, σύμφωνα με την εγγραφή του Μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το Μοναστήρι, τα κτίριά του, τα οικόπεδά του, οι εκκλησίες και τα συναφή κτίρια που αναφέρονται στο συνημμένο και υπογεγραμμένο έγγραφο από τα μέρη αποτελούν ιδιοκτησία του Μοναστηριού που ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Δόγμα».
Η Αθήνα επιμένει ότι αυτό το άρθρο πρέπει να αποτελέσει τη βάση των όποιων συνομιλιών και είναι έτοιμη να δεχθεί τυχόν προτάσεις για προσαρμογές από την αιγυπτιακή πλευρά, οι οποίες όμως δεν θα ανατρέπουν τη φιλοσοφία της Συμφωνίας. Ο Κυρ. Μητσοτάκης στην επικοινωνία του με τον πρόεδρο Αλ Σισι τόνισε ότι «… προέχει η διατήρηση του ελληνορθόδοξου και προσκυνηματικού χαρακτήρα της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά..».
Είναι προφανές ότι το Κάιρο, το οποίο άφησε μεθοδικά τον χρόνο να κυλήσει χωρίς να υπογράψει τη Συμφωνία, περιμένοντας την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, θα επικαλεστεί την απόφαση της Αιγυπτιακής Δικαιοσύνης (σ.σ. η οποία, όσον αφορά την Ανεξαρτησία της, βρίσκεται στο στόχαστρο επανειλημμένων αρνητικών εκθέσεων από την Ε.Ε.), ζητώντας δραστικές αλλαγές στο κείμενο, οι οποίες ουσιαστικά θα ανατρέπουν το βασικό σημείο που αφορά την αναγνώριση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της Μονής.
Για τις προθέσεις της αιγυπτιακής πλευράς είναι ενδεικτική και η ανακοίνωση της Αιγυπτιακής Προεδρίας, που εκδόθηκε μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του Πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο Αλ Σίσι, στην οποία επισημαίνεται:
«…Η επικοινωνία τόνισε την ακλόνητη δέσμευση της Αιγύπτου να διατηρήσει το μοναδικό και ιερό θρησκευτικό καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, διασφαλίζοντας ότι αυτό το καθεστώς παραμένει ανέγγιχτο. Η δέσμευση αυτή ενισχύεται από την πρόσφατη δικαστική απόφαση, η οποία ευθυγραμμίζεται με την αφοσίωση της Αιγύπτου στην ιερότητα των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών χώρων και επιβεβαιώνει τη μοναδική κληρονομιά, την πνευματική και θρησκευτική θέση της Μονής της Αγίας Αικατερίνης».
Η αιγυπτιακή πλευρά επιχειρεί να αποσυνδέσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιουσιακών στοιχείων της Μονής από τον «σεβασμό στον θρησκευτικό χαρακτήρα και την ιερότητα» της Μονής, ώστε να οχυρωθεί πίσω από την απόφαση του Δικαστηρίου και να υπαναχωρήσει από τη Συμφωνία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διατυπώσεις του διατακτικού της απόφασης του Δικαστηρίου είναι …συμπωματικώς προσαρμοσμένες σε αυτή τη διαπραγματευτική γραμμή, καθώς το Δικαστήριο …παραχώρησε στους μοναχούς το δικαίωμα να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στους χώρους της Μονής, η κυριότητα των οποίων θα ανήκει στο αιγυπτιακό κράτος, με διαχειριστή την Υπηρεσία Προστασίας των Αρχαιοτήτων.
Έτσι, το έμψυχο δυναμικό της Μονής των περίπου είκοσι, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένων μοναχών, με αμφίβολη δυνατότητα ανανέωσης, μετατρέπεται μετά από 1.500 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας της Μονής, σε «φιλοξενούμενους» στους χώρους της.
Στην Αθήνα, όπου έχει σημάνει συναγερμός, έχουν τεθεί σοβαρά διλήμματα. Κανείς δεν επιθυμεί το ζήτημα της Μονής να αποτελέσει αφορμή για κρίση στις πολύτιμες και στρατηγικού χαρακτήρα ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αθέτηση συμφωνηθέντων σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα και η προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων δεν αποτελεί καλό προηγούμενο.
Η Αθήνα θα μπορούσε σε ένα βαθμό να ασκήσει πίεση στο Κάιρο, προειδοποιώντας για τις συνέπειες που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο στις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις της Αιγύπτου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την οποία προσδοκά να λάβει βοήθεια 25 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα έχει πρωτοστατήσει την τελευταία 12ετία στην προσπάθεια να πεισθεί η Ευρώπη να παραβλέψει την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στην Αίγυπτο και να αποκαταστήσει μια στρατηγική σχέση με τη χώρα και το καθεστώς Σίσι.
Ταυτόχρονα, σε μια περίοδο που υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για το πώς ο Πρόεδρος Τραμπ θα διαχειριστεί τις σχέσεις με την Αίγυπτο, η κινητοποίηση του Ορθόδοξου Κόσμου προβάλλοντας την είδηση ότι το Κάιρο λαμβάνει μέτρα εις βάρος ενός ιστορικού ζωντανού μνημείου του Χριστιανισμού δεν θα τύχει της καλύτερης υποδοχής στην Ουάσιγκτον, όπου κυριαρχούν αντιλήψεις περί σύγκρουσης των πολιτισμών και κορυφαίοι υπουργοί προβάλλουν ανοιχτά τη χριστιανική πίστη τους.
Βεβαίως, σε μια διαπραγμάτευση που παρουσιάζει δεδομένες δυσκολίες, υπάρχει και η άποψη ότι θα πρέπει με κάποιο τρόπο να βρεθεί συμβιβασμός, ώστε να καλυφθεί η αιγυπτιακή πλευρά έναντι και της εσωτερικής κριτικής που δέχεται και μια νέα συμφωνία να είναι συμβατή με την απόφαση του Δικαστηρίου.