Εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, αλλά και υποψήφιος δήμαρχος στις επικείμενες εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με τον συνδυασμό «Αθήνα Ψηλά». Μίλησε για την πόλη, για τα προβλήματά της, για τα κοινωνικά ζητήματα που είναι έντονα και για το τι κάνει ως δημοτική Αρχή, αναφέρθηκε στα σχολεία, στην κλιματική κρίση και τα ακραία φαινόμενα που απειλούν πλέον την πόλη, στην καθαριότητα και την ανακύκλωση και για το κατά πόσο είναι εφικτοί οι στόχοι που έχει θέσει. Αναφέρθηκε επίσης στην προσπάθεια να ξαναβρεί η πόλη την ιστορία της μέσα από τα τοπόσημα που τη χαρακτήριζαν. Ρωτήθηκε για τα φρεάτια που ανήκουν στην Περιφέρεια και τι μπορεί να γίνει προς αυτή την κατεύθυνση και ρωτήθηκε και για το έργο της Πανεπιστημίου, το οποίο βρέθηκε στο επίκεντρο της κριτικής κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Ολόκληρη η συνέντευξη
ΕΡ: Θα ξεκινήσω από το πρόγραμμά σας και θα σταθώ κατ’ αρχήν στην ενότητα του 3ου Άξονα «Φιλική και Ανθρώπινη Αθήνα» και πιο συγκεκριμένα σε τρία σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, γιατί η Τοπική Αυτοδιοίκηση εμπεριέχει και τον ρόλο της μέριμνας για τους δημότες της. Αναφέρομαι λοιπόν στο ζήτημα της ιατρικής περίθαλψης των δημοτών και πόσο εύκολη είναι η πρόσβασή τους στις δομές των δημοτικών ιατρείων, αναφέρομαι στο ζήτημα των αστέγων, που δυστυχώς σε αυτή τη δεκαετία που πέρασε έγινε πολύ έντονο και αναφέρομαι και στο ζήτημα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, καθώς αποτελεί πλέον στην εποχή μας ένα πρόβλημα με μεγάλες διαστάσεις. Τι ενέργειες γίνονται από τον δήμο Αθηναίων γι’ αυτά τα κοινωνικά ζητήματα;
ΑΠ: «Ο δήμος Αθηναίων λειτουργεί από τα κάτω. Εστιάζει εκεί που πραγματικά πονάμε και προσπαθούμε να επουλώνουμε, να κλείνουμε αυτά τα τραύματα. Το σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως όταν μιλάμε αυτή τη στιγμή για την υγεία, μιλάμε για το δίκτυο των δημοτικών μας ιατρείων. Για πρώτη φορά στην ιστορία της πόλης, από την εποχή που το έθεσε ως στόχο ο Μιλτιάδης Έβερτ, έχουμε “επτά στα επτά’’ δημοτικά ιατρεία, δηλαδή ένα δημοτικό ιατρείο σε κάθε κοινότητα. Τέσσερα από τα επτά είναι ήδη Πολυιατρεία και είναι θέμα χρόνου να πετύχουμε και σ’ αυτό το “επτά στα επτά’’.
Για τους αστέγους, ακόμη κι ένας άστεγος είναι μια γροθιά στο στομάχι. Έχουμε δημιουργήσει μια νέα δομή, η οποία έλειπε από την πόλη, το Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων, το οποίο μπορεί να στεγάσει 400 συνανθρώπους μας με αξιοπρέπεια. Και συνεχίσαμε και με τον Ξενώνα Μεταβατικής Φιλοξενίας για τους χρήστες ναρκωτικών. Και θα συνεχίσουμε μ’ έναν Ξενώνα για τους πάσχοντες κι έναν Ξενώνα για τις γυναίκες χρήστες ναρκωτικών, γιατί μην ξεχνάτε πως έχουμε και μαμάδες, που πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την έμφυλη διάσταση.
Και βέβαια, όταν μιλάμε για παιδική κακοποίηση, όταν μιλάμε για παιδιά, όταν μιλάμε για οικογένειες που τις καταπίνει το σκοτάδι, τα καταπίνει το μίσος, είμαι πραγματικά υπερήφανος γιατί έχουμε μια νέα δομή, το Κέντρο για την προστασία του παιδιού, που δεν είναι απλώς ότι ανοίγει μια ασφαλή αγκαλιά, αλλά είναι ότι πλέον για πρώτη φορά, υπάρχει μια στελεχωμένη από ειδικούς υπηρεσία, η οποία είναι στο πλευρό της οικογένειας, στο πλευρό του παιδιού».
ΕΡ: Έχετε πει πως θέλετε η πόλη να ξαναβρεί την ιστορία της και τα τοπόσημά της, όπως έγινε για παράδειγμα με το Θέατρο του Λυκαβηττού. Μάλιστα, αν έχω καταλάβει καλά, γίνεται μία προσπάθεια να διατηρήσουν την παλιά τους όψη, μέσα φυσικά από τον εκσυγχρονισμό των υποδομών τους. Αυτό είναι μια ανάγκη της Αθήνας να αποκτήσει και πάλι τον χαμένο χαρακτήρα της και τη μνήμη της;
ΑΠ: «Εμείς θέλουμε να αλλάξουμε, θέλουμε να προοδεύσουμε, να εκσυγχρονιστούμε, αλλά δεν θέλουμε να χάσουμε την ψυχή μας. Δεν θέλουμε η Αθήνα να απωλέσει την ταυτότητά της. Η σκληρή αλήθεια είναι πως η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας έχει αφήσει τα σημάδια της στον αστικό ιστό. Και ερχόμαστε τώρα, να προχωρήσουμε μπροστά με έργα και με παρεμβάσεις, όπως είναι το Θέατρο του Λυκαβηττού, στο οποίο αναφερθήκατε, όπως είναι το σπίτι που έζησε η Μαρία Κάλλας στην Πατησίων, όπως είναι το Μουσείο Μαρία Κάλλας, το οποίο βρίσκεται στη Μητροπόλεως.
Αλλά να πάμε και λίγο πιο πέρα. Έχουμε το κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου, το οποίο επιτέλους πέρασε στον δήμο Αθηναίων, έχουμε το Θέατρο Εμπρός στου Ψυρρή, έχουμε ακόμη και το Κολυμβητήριο, το οποίο και αυτό έχει περάσει στον δήμο Αθηναίων, που για χρόνια ήταν κλειστό. Κι έχουμε βέβαια το Αναπαυτήριο του Πικιώνη. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα, γιατί δίνουν ευκαιρίες. Είναι ευκαιρίες να παρέμβει ο δήμος πάντοτε με σεβασμό στην ιστορία της πόλης, πάντοτε με κατανόηση της μνήμης της πόλης, αλλά ξέρετε και τι; Και με ελπίδα. Με ελπίδα για το αύριο, για μια πόλη, η οποία σηκώνεται όρθια, για μια πόλη που πρωτοπορεί».
ΕΡ: Το έργο της Πανεπιστημίου έχει δεχθεί έντονη κριτική και το γνωρίζετε αυτό. Τι απαντάτε στους όποιους επικριτές σας;
ΑΠ: «Απαντώ πως έχω κάνει την αυτοκριτική μου. Είναι γεγονός ότι το έργο έχει καθυστερήσει και ναι, με έχει απασχολήσει πάρα πολύ κι εμένα προσωπικά, με έχει στεναχωρήσει, με έχει εξοργίσει, όπως πιστεύω ότι έχει απασχολήσει, στεναχωρήσει και εξοργίσει αρκετούς Αθηναίους. Πού είμαστε όμως σήμερα; Το έργο έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ή να το πούμε αλλιώς, έχει πάρει την τελική του μορφή. Μιλάμε για τον πρώτο πράσινο διάδρομο στην Αθήνα. Πολλά νέα δέντρα, πλούσιο πράσινο, ψυχρά υλικά για να συγκρατούνται οι θερμοκρασίες, υποδομές επιτέλους για ανθρώπους με αναπηρία, ένας δρόμος που μας χωράει όλους. Ένας δρόμος, στην πραγματικότητά του και στην ουσία του, βαθιά συμπεριληπτικός».
ΕΡ: Μιλήσατε πρόσφατα και για «πράσινες αυλές» στα σχολεία. Για τι ακριβώς πρόκειται;
ΑΠ: «Ξέρετε, εμένα με πληγώνει η κατάσταση πολλών σχολείων στην πόλη. Έχουμε κάνει μια πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια, έχουμε κάνει δουλειές, έχουμε κάνει εργασίες σε πάνω από 130 σχολεία. Όμως, έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, όχι μόνο για να εξασφαλίσουμε πρόσβαση για παιδιά με αναπηρία, κάτι που έλειπε για πάρα πολλά χρόνια, αλλά και για να εκσυγχρονίσουμε τα σχολεία, να διασφαλίσουμε ότι τα παιδιά έχουν ένα αξιοπρεπές φιλικό σύγχρονο σχολικό περιβάλλον.
Και ναι, τώρα θέλουμε να κάνουμε και το επόμενο βήμα και να μιλήσουμε πια για “πράσινα’’ σχολεία. Τι σημαίνει αυτό; Να συνεχίσουμε με τις αναβαθμίσεις, τις κλιματικές αναβαθμίσεις, τις ενεργειακές αναβαθμίσεις, σε διάφορα σχολεία και ταυτόχρονα να μετατρέψουμε τα προαύλια, που τώρα είναι τσιμέντο, σε πράσινους χώρους, σε οάσεις. Να παίρνουν τα παιδιά μας ανάσες. Το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη».
ΕΡ: Η κλιματική κρίση είναι εδώ, μαζί της είναι εδώ και τα ακραία φαινόμενα, όλο και πιο έντονα. Ακραία φαινόμενα απειλούν και την Αθήνα, καύσωνες, πλημμυρικά φαινόμενα, χιονιάδες. Είναι οχυρωμένη η πόλη απέναντι σε αυτές τις καταστάσεις;
ΑΠ: «Είμαστε σε πόλεμο με την κλιματική κρίση. Πρέπει να το καταλάβουμε επιτέλους, δεν έχουμε άλλες δικαιολογίες, δεν έχουμε άλλο άλλοθι. Πόσο μάλλον όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με δεκαετίες κακών και πρόχειρων αποφάσεων, που δυστυχώς έχουν αφήσει μια πόλη ανυπεράσπιστη. Εμείς τι κάνουμε; Αυτή τη στιγμή έχουμε χαρτογραφήσει, από το 2019 το έχουμε κάνει αυτό, όλα τα σημεία ευαλωτότητας και επικινδυνότητας στις γειτονιές της πόλης. Κάποια τα έχουμε αντιμετωπίσει επιτυχημένα, όπως είναι για παράδειγμα στο Θησείο ή στα Πετράλωνα. Κάποια τα έχουμε δρομολογήσει, όπως είναι στη Ριζούπολη ή στη λεωφόρο Ηρακλείου. Για κάποια έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας. Συστηματικά, με σχέδιο, γειτονιά με γειτονιά, σημείο με σημείο, τα αντιμετωπίζουμε για να θωρακίσουμε την πόλη μας».
ΕΡ: Ως προέκταση αυτής της ερώτησης, κάποια πάρκα της πόλης, κάποιοι δρόμοι, ανήκουν στη δικαιοδοσία της Περιφέρειας. Το ίδιο και κάποια φρεάτια και ειδικά αυτό μπορεί να αναδείξει προβλήματα. Πόσο δυσχεραίνει αυτό το έργο μιας δημοτικής Αρχής και πώς μπορεί να διευθετηθεί;
«Να συμφωνήσουμε ότι είναι ένα παρωχημένο, βαθιά αναχρονιστικό, ξεπερασμένο μοντέλο, το οποίο δημιουργεί μόνο προβλήματα. Εμείς λέμε το εξής πολύ απλό. Ότι εφ’ όσον έχουμε ως δήμος Αθηναίων την ευθύνη, την ηθική, την πολιτική, την κοινωνική ευθύνη για όλη την πόλη, πρέπει να έχουμε και την αρμοδιότητα. Είναι αδιανόητο να υπάρχουν λεωφόροι που τα φρεάτια να μην είναι του δήμου Αθηναίων. Και όταν επεμβαίνει ο δήμος Αθηναίων, γιατί αφού έχουν πλημμυρίσει επεμβαίνουμε αναγκαστικά -για παράδειγμα στη Βασιλίσσης Σοφίας είδατε τι συνέβη- επί της ουσίας να παρανομούμε. Ε, αυτό δεν μπορεί να είναι αποδεκτό».
ΕΡ: Καθαριότητα και ανακύκλωση. Ίσως το πιο μεγάλο ζήτημα, ειδικά για τις μητροπόλεις, όπου παράγεται ένας τεράστιος όγκος απορριμμάτων. Πρόσφατα άρχισε να λειτουργεί ο Σταθμός Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων στον Ελαιώνα. Πόσο καθοριστικό μπορεί να αποδειχθεί αυτό για τους στόχους που έχετε θέσει και εν τέλει, μπορεί η Αθήνα να φτάσει αυτούς τους στόχους, όπως άνω του 50% έως το 2028, που έχετε πει;
ΑΠ: «Ναι, ξεκάθαρα, μπορούμε. Βήμα βήμα, αρκεί να ακολουθήσουμε σε αυτή την πορεία. Γιατί έχουν γίνει πολλά και σημαντικά τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Έχουμε εκσυγχρονίσει την υπηρεσία, έχουμε προμηθευτεί και αξιοποιούμε νέα μέσα, έχουμε αλλάξει την ίδια τη φιλοσοφία μας και η Αθήνα σήμερα είναι καθαρότερη από ό,τι ήταν ποτέ. Βεβαίως, έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας. Σε αυτό παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο έργα, όπως ο Σταθμός Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων, μια εκκρεμότητα από το 2003, αλλά και οι υπόγειοι κάδοι, που ήδη έχουν τοποθετηθεί σε πάνω από 40 σημεία μέσα στην πόλη και θα φτάσουν στα 350. Είμαστε πια στο σημείο, που είμαστε έτοιμοι, έχουμε ώριμες υποδομές, έχουμε καλά προετοιμασμένες υπηρεσίες και μπορούμε να βγούμε να ζητήσουμε και τη βοήθεια των Αθηναίων, γιατί στο τέλος της ημέρας η ανακύκλωση είναι μια κοινή υπόθεση και απαιτεί να γίνει κοινή συνείδηση».
ΕΡ: Κλείνοντας και με την εμπειρία των τεσσάρων χρόνων της θητείας σας, ποιό θεωρείτε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Αθήνας και ποιό το μεγαλύτερο πρόβλημα;
ΑΠ:«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Αθήνας, είναι η ίδια η Αθήνα. Ξέρετε κάτι; Εγώ θέλω μια πόλη που να είναι υπερήφανη βεβαίως για το αρχαίο μεγαλείο της, τιμή και δόξα, αλλά θέλω να είναι και μια πόλη υπερήφανη για τον σύγχρονό της εαυτό. Μια δυναμική μητρόπολη της Ευρώπης. Και ναι, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό, ενδεχομένως αυτή να είναι και η μεγαλύτερή μας πρόκληση, αλλά μπορούμε αν συνεχίσουμε, να τα καταφέρουμε. Λίγο λίγο η Αθήνα αλλάζει πολύ».
ΕΡ: Και το μεγαλύτερο πρόβλημα;
ΑΠ: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αθήνας είναι ο κακός σχεδιασμός της. Η Αθήνα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, πολύ άναρχα, υπό την πίεση της ανάγκης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα να είμαστε μια πόλη στριμωγμένη, με πιο πολύ τσιμέντο απ’ ό,τι μπορούμε να αντέξουμε. Όμως, και σ’ αυτό μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά, δεν πρέπει να παραδοθούμε. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Αν πάτε στα Σεπόλια σήμερα, θα δείτε ένα εργοστάσιο το Κοροπούλη, που δεν υπάρχει πια. Έστεκε για δεκαετίες έρημο. Το γκρεμίσαμε και τώρα είναι ένα πολύ ωραίο πάρκο νέας γενιάς. Το ίδιο θέλουμε να κάνουμε με τον Σταθμό των ΚΤΕΛ στη Λιοσίων, να κερδίσουμε άλλα 10 στρέμματα. Το ίδιο θέλουμε να κάνουμε με τη Λεωφόρο, αφού ολοκληρωθεί το γήπεδο του Παναθηναϊκού το 2026, στο πλαίσιο της διπλής ανάπλασης, να κερδίσουμε άλλα 18 στρέμματα. Έτσι αλλάζει μια πόλη, από τα κάτω».