Αναλαμβάνει την ευθύνη για το Ιράκ ο Μπλερ μετά την έκθεση Τσίλκοτ, αλλά επιμένει ότι δεν παραπλάνησε τους Βρετανούς
Την πλήρη ευθύνη για τη συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ το 2003 και τις συνέπειες της απόφασης αυτής δήλωσε ότι αναλαμβάνει «χωρίς εξαιρέσεις και χωρίς δικαιολογίες» ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας Τόνι Μπλερ, απαντώντας στο επικριτικό πόρισμα της επταετούς σχετικής έρευνας υπό τον σερ Τζον Τσίλκοτ.
Παρόλα αυτά, τόνισε ότι η έκθεση Τσίλκοτ καθιστά κατά τη γνώμη του σαφές ότι δεν ενήργησε λέγοντας ψέματα εν γνώσει του ή παραπλανώντας τη βρετανική κυβέρνηση και το κοινοβούλιο και ότι οι πράξεις του έγιναν καλή τη πίστη με βάση τις διαθέσιμες εκείνη την περίοδο πληροφορίες ασφαλείας.
Είπε ότι αισθάνεται «περισσότερη θλίψη, λύπη και ανάγκη απολογία» από όσο μπορεί να πιστέψει κανείς, προσθέτοντας ότι γνωρίζει πως κάποιοι, κυρίως οι οικογένειες των Βρετανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο Ιράκ, «δεν μπορούν να ξεχάσουν ή να συγχωρήσουν».
«Ήταν η πιο δύσκολη, η πιο μνημειώδης και οδυνηρή απόφαση που πήρα στα δέκα χρόνια ως Πρωθυπουργός. Για αυτή την απόφαση αναλαμβάνω πλήρη ευθύνη… Οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας αποδείχθηκαν λανθασμένες. Ο αντίκτυπος του πολέμου αποδείχθηκε πιο εχθρικός, παρατεταμένος και αιματηρός από όσο ποτέ φανταστήκαμε. Ο συνασπισμός έκανε σχέδια στη βάση συγκεκριμένων δεδομένων στο έδαφος και συνάντησε άλλα και ένα έθνος που θέλαμε να δούμε απελευθερωμένο και ασφαλές από την κακία του Σαντάμ έγινε αντίθετα θύμα τρομοκρατίας στη βάση εσωτερικών διαχωρισμών», παραδέχθηκε ο κ. Μπλερ.
Διαβεβαίωσε ωστόσο ότι πήρε την απόφαση επειδή πίστευε ότι ήταν η σωστή και ότι η αδράνεια έναντι του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν θα ήταν χειρότερη για τη Βρετανία μακροπρόθεσμα.
Σημείωσε ότι προσπάθησε να πείσει τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους να ακολουθήσει όλες τις διπλωματικές οδούς μέσω των Ηνωμένων Εθνών πριν από τη στρατιωτική επέμβαση, κάτι που μέχρι ένα βαθμό πέτυχε, αλλά τελικά ήρθε η στιγμή που ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν άφησε άλλα περιθώρια καθυστέρησης της στρατιωτικής δράσης αρνούμενος να συνεργαστεί.
Επιχειρώντας να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους πήρε την απόφαση συμμετοχής της Βρετανίας στην εισβολή στο Ιράκ έκανε μία συνοπτική αναδρομή στις ενέργειες του Σαντάμ Χουσεΐν εναντίον Ιρακινών υπηκόων και άλλων πριν από το 2003 που παραβίαζαν το διεθνές δίκαιο.
Επίσης στάθηκε στο διεθνές περιβάλλον της περιόδου, με τους φόβους για τρομοκρατικά χτυπήματα στη Βρετανία και αλλού στον απόηχο των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους το 2001. Όπως είπε, υπήρχαν αποδείξεις ότι η Αλ Κάιντα θα ήθελε να χρησιμοποιήσει τα όπλα μαζικής καταστροφής που θεωρείτο «από όλες τις μεγάλες υπηρεσίες πληροφοριών ασφαλείας» ότι είχε στην κατοχή του το ιρακινό καθεστώς.
Παραδέχθηκε εξάλλου ότι θα ήταν καλύτερο αν η νομική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα υπέρ της εισβολής είχε παρουσιαστεί στο υπουργικό συμβούλιο.
Όπως είπε συμπερασματικά, αποδέχεται τις επικρίσεις της έκθεσης Τσίλκοτ, έστω και αν δε συμφωνεί πλήρως με αυτές.