Παράνομη κρίθηκε η κατάσχεση του μισθού των εργαζομένων, αλλά και των συντάξεων στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, ενώ παράλληλα δεν είναι επιτρεπτή η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων βάσει αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Ο μισθός και η σύνταξη δεν δύνανται να κατασχεθούν ανεξάρτητα αν ο μισθωτός ή ο απόμαχος της εργασίας έχει συναινέσει να λαμβάνει η τράπεζα από τον λογαριασμό του τις μηνιαίες δόσεις για αποπληρωμή δανείου. Η συμφωνία αυτή δεν είναι επιτρεπτή και η εκχώρηση που έκανε ο εργαζόμενος προς την τράπεζα είναι αυτοδικαίως άκυρη. Αυτό αποφάνθηκε το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με μια έντονα φιλεργατική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δικαίωσε εργαζόμενο στον δήμο της συμπρωτεύουσας.Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Αστικό Κώδικα, Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, νόμους 1453/1938 και 2322/1995), εξαιρούνται από την κατάσχεση ο μισθός και οι συντάξεις εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή, οπότε επιτρέπεται να γίνει μέχρι του μισού ποσού του μισθού ή της σύνταξης.
Δύο δικαστικές αποφάσεις δημιουργούν δεδικασμένο για εργαζομένους ή συνταξιούχους από τον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ
Ακόμη, προβλέπεται από νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 1453/1938) ότι «αι αποδοχαί των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και των στρατιωτικών, ως και οι συντάξεις, μερίσματα, εφάπαξ βοηθήματα ή επιστροφαί κρατήσεων των ανωτέρω δεν εκχωρούνται, ουδέ κατάσχονται», εκτός ορισμένων ελάχιστων εξαιρέσεων.
Ετσι, συνοψίζει η δικαστική απόφαση της Θεσσαλονίκης, οι απαγορευτικές νομοθετικές δικλίδες κατάσχεσης μισθού και συντάξεως αποσκοπούν στο να προστατεύσουν «ένα ελάχιστο εισόδημα των ανθρώπων που βιοπορίζονται από την εργασία τους και είναι αναγκαίο για τη συντήρηση των ιδίων και των οικογενειών τους». Μάλιστα, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση ότι, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, «δεν επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία των μερών» (τράπεζας – εργαζόμενου ή συνταξιούχου). Δηλαδή να συμφωνηθεί ότι μπορεί να κατάσχει η τράπεζα τις απαιτήσεις της (π.χ. δανειακές δόσεις) από τον διατηρούμενο τραπεζικό λογαριασμό. Η εκχώρηση αυτή, σύμφωνα με τους δικαστές, «γίνεται κατά παράβαση του άρθρου 464 του Αστικού Κώδικα και είναι άκυρη». Μάλιστα την ακυρότητα «μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μεταξύ των οποίων και ο οφειλέτης». Το ανεκχώρητο του μισθού, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, «προφανώς καταλαμβάνει όχι μόνο τις αποδοχές των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αλλά και το μισθό των δημοσίων υπαλλήλων με την ευρεία έννοια και συνεπώς και των υπαλλήλων Ο.Τ.Α.». Ωστόσο, ως προς τους δημοσίους υπαλλήλους, «η απαγόρευση εκχώρησης και κατάσχεσης του μισθού προβλέπεται και με το άρθρο 1 του νόμου 1453/1938», επισημαίνει το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης. Κατόπιν αυτών, κρίθηκε ότι είναι αυτοδικαίως άκυρη, ανεξαρτήτως της συμφωνίας των δύο μερών, η εκχώρηση προς τις τράπεζες μισθού υπαλλήλων των ΟΤΑ για την εξασφάλιση της αποπληρωμής δανείου που λαμβάνει από αυτές.
Πήραν 2.379 ευρώ από μισθό
Τη Δικαιοσύνη απασχόλησε η περίπτωση έγγαμου με δύο παιδιά υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο οποίος το 2009 πήρε καταναλωτικό δάνειο ύψους 15.000 ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ο εργαζόμενος συμφώνησε και υπέγραψε -με ειδικό όρο της δανειακής σύμβασης- ότι οι δόσεις του δανείου, χωρίς προηγούμενη ειδοποίησή του, θα παρακρατούνται μέσω οποιουδήποτε λογαριασμού διατηρούσε στην τράπεζα η οποία του χορήγησε το δάνειο.
Ομως στην ίδια τράπεζα διατηρούσε καταθετικό λογαριασμό, αλλά και λογαριασμό μισθοδοσίας στον οποίο ο Δήμος Θεσσαλονίκης κατέθετε τον μισθό του.
Η τράπεζα επειδή δεν υπήρχαν χρήματα στον καταθετικό λογαριασμό, παρά τις αντιρρήσεις του εργαζόμενου, πήρε πέντε δόσεις του δανείου από τον λογαριασμό μισθοδοσίας, συνολικού ύψους 2.379 ευρώ.
Παρά τις διαμαρτυρίες του υπαλλήλου των ΟΤΑ, η τράπεζα αρνήθηκε να επιτρέψει τα 2.379 ευρώ.
Το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό το μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τον νόμο 3296/2004
Ο υπάλληλος του δήμου κατέφυγε στη Δικαιοσύνη, ζητώντας η τράπεζα να σταματήσει να παρακρατεί από τον λογαριασμό μισθοδοσίας του τις δόσεις του δανείου και να του επιστρέψει το ποσό που παράνομα παρακράτησε. Επικαλέστηκε ότι η μόνη πηγή εισοδήματός του είναι το προϊόν της εργασίας του και ότι η τράπεζα παρακρατεί παράνομα από τον μισθό του τις δανειακές δόσεις. Το δικαστήριο έκρινε ότι η δοθείσα από τον υπάλληλο εντολή για είσπραξη της απαίτησης της τράπεζας είναι αυτοδικαίως άκυρη, αφού «κατά νόμο οι απαιτήσεις μισθών είναι ανεκχώρητες και η απαγόρευση αυτή ισχύει και σε περίπτωση εξουσιοδότησης ή εντολής για είσπραξη της απαίτησης ανεξάρτητα από την δοθείσα τυχόν συναίνεση του οφειλέτη».
Τελικά, το δικαστήριο απαγόρευσε στην τράπεζα «να παρακρατεί τον μισθό του από τον λογαριασμό μισθοδοσίας που τηρεί για την αποπληρωμή δόσεων του ως επίμαχου δανείου, ενώ δεν δέχθηκε την επιστροφή του ποσού που παράνομα είχε παρακρατήσει από τον λογαριασμό μισθοδοσίας».
Κατάσχεση καταθέσεων και θυρίδων
Απαγορεύεται η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων, παρά το γεγονός ότι αυτό εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, καθώς είναι ανεφάρμοστος ο νόμος 3296/2004 που επιτρέπει τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου. Και είναι ανεφάρμοστος καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με συνταγματικές επιταγές και την ΕΣΔΑ. Αυτό αποφάνθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και δικαίωσε επιχειρηματία στον χώρο του κινηματογράφου και της φωτογραφίας, του οποίου το ΣΔΟΕ είχε δεσμεύει τους τραπεζικούς λογαριασμούς -του ίδιου και της οικογένειάς του-, τις τραπεζικές θυρίδες και την κίνηση κάθε χρηματιστηριακού προϊόντος.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Δ’ Τμήματος (με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Ευσταθία Σκούρα) στην υπ’ αριθμ. 4173/2014 απόφασή τους επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με τον νόμο 3296/2004, το μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων, «συνεπαγόμενο σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου και ειδικότερα στα περιουσιακά δικαιώματα και την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία του, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παράγραφος 1, 17 παράγραφος 1 και 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.».
Το ΣτΕ δικαιώνει και επιχειρηματία του οποίου το ΣΔΟΕ δέσμευσε τραπεζικούς λογαριασμούς και θυρίδες
Και αυτό, γιατί «αν και με το μέτρο αυτό εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος, εν τούτοις δεν διαγράφονται στον νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό οι προϋποθέσεις της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, αλλ’ αντιθέτως, με τη χρήση αόριστων εννοιών, καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση». Στην έννοια της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, διευκρινίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, περιλαμβάνεται «η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχόμενου προσώπου για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού σε περίπτωση διαπιστώσεως, βάσει του πορίσματος σχετικής έρευνας, της εκ μέρους του τελέσεως της πιθανολογηθείσας παραβάσεως, καθώς και η διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα».
Επιπροσθέτως, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, παραβιάζεται και η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Και αυτό γιατί δεν τίθεται από τον νόμο περιορισμός ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που επιτρέπεται να δεσμευτούν από τις αρμόδιες αρχές.Ούτε όμως προσδιορίζεται η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης του ΣτΕ, η κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών επιχειρηματία, της συζύγου και της κόρης του έγινε με πράξη του προϊσταμένου του ΣΔΟΕ λόγω ενδείξεων οικονομικών εγκλημάτων μεγάλης έκτασης. Με την πράξη του ΣΔΟΕ απαγορεύτηκε η ανάληψη οποιουδήποτε χρηματικού ποσού από τους τραπεζικούς λογαριασμούς (ατομικούς και κοινούς), καθώς και η κίνηση των θυρίδων, αλλά και κάθε χρηματιστηριακό προϊόν του επιχειρηματία και των μελών της οικογένειάς του.
Ο επιχειρηματίας επικαλέστηκε ότι οι τραπεζικές καταθέσεις προέρχονται από εισοδήματα παρελθόντων ετών. Τέλος, υποστηρίζει ότι αναφορικά με τις φορολογικές παραβάσεις δικαιώθηκε δικαστικά.