Το ενδεχόμενο επιβολής ενός ειδικού τέλους, το οποίο δεν θα ξεπερνά το ένα τοις χιλίοις, σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά μέσω τραπεζών μελετά η κυβέρνηση, προκειμένου να αποφύγει τη μείωση των συντάξεων.
Το ζήτημα έχει ανατεθεί σε ομάδα μελέτης, η οποία εξετάζει το είδος των συναλλαγών στις οποίες θα μπορούσε να επιβληθεί ένα είδος «εσωτερικού φόρου Τόμπιν» χωρίς να υπάρξουν υφεσιακές επιπτώσεις. Η επιβολή του τέλους αυτού εξετάζεται ως τελευταίο ανάχωμα στη διαπραγμάτευση, εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία με τους θεσμούς και με στόχο να μη χρειαστεί η μείωση των κύριων συντάξεων. Εφόσον τελικά προχωρήσει, θα πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη διευθέτηση ώστε να καλυφθούν άμεσα οι χρηματοδοτικές ανάγκες.
Στο πλαίσιο αυτό καταρτίζεται λίστα με υποψήφιες συναλλαγές, έτσι ώστε να διαχωριστούν εκείνες στις οποίες η επιβολή του τέλους θα είχε επώδυνες συνέπειες για την οικονομία, από εκείνες στις οποίες θα μπορούσε να επιβληθεί χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις, δεδομένου μάλιστα ότι το ποσοστό θα είναι εξαιρετικά χαμηλό, στο 1‰ ή ακόμα λιγότερο.
Για μια πληρωμή ενοικίου π.χ. 300 ευρώ, το ειδικό τέλος θα έφτανε στα 0,3 ευρώ (30 σεντς) με συντελεστή 1‰, κάτι που δεν αποτελεί ουσιαστική επιβάρυνση για τους συναλλασσομένους και εκτιμάται ότι δεν θα επηρεάσει την αγορά. Ωστόσο, στο σύνολο της οικονομίας η επιβολή ενός τέτοιου τέλους θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα, έτσι ώστε να καλυφθούν χρηματοδοτικές ανάγκες χωρίς να χρειαστεί να κοπούν κύριες συντάξεις. Σημειωτέον ότι στο παρελθόν η ομάδα που πραγματοποίησε τη μελέτη για το ασφαλιστικό σύστημα είχε εξετάσει την απόδοση επιβολής ειδικού τέλους για τη χρηματοδότηση των συντάξεων σε πράξεις, όπως η επιβολή προστίμων, οι κρατικές προμήθειες, οι προμήθειες του στρατού κ.ά. Από τη μελέτη αυτή υπολογίστηκε ότι η επιβολή του ειδικού τέλους θα απέφερε έσοδα περί τα 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Το επιχείρημα που βρίσκεται πίσω από τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς είναι ότι η μείωση των συντάξεων, εκτός από πολιτικά τοξική, είναι και οικονομικά ατελέσφορη.
Είναι γνωστό ότι λόγω της υψηλής ανεργίας πολλά νοικοκυριά έχουν ως μόνο εισόδημα τη σύνταξη του παππού ή της γιαγιάς, οπότε η περαιτέρω μείωση της τελευταίας θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και επιστροφή σε υφεσιακές δυναμικές σε μια περίοδο που, αντιθέτως, όλοι οι σχεδιασμοί στοχεύουν στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη άλλωστε θεωρείται από όλους απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχουν όλες οι επιμέρους πλευρές του προγράμματος, είτε πρόκειται για την ανασύνταξη του τραπεζικού κλάδου μετά την ανακεφαλαιοποίηση, είτε για την επιτυχία του προγράμματος είσπραξης των φόρων, η οποία, βέβαια, εξαρτάται από τα εισοδήματα των πολιτών. Αρμόδιοι παράγοντες εκτιμούσαν ότι και οι θεσμοί -τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα τους- κατανοούν ότι, παρόλο που η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ολοκληρώθηκε, οι τελευταίες δεν είναι ακόμα σε θέση να αυξήσουν τον δανεισμό προς την οικονομία (τη λεγόμενη πιστωτική επέκταση), οπότε γνωρίζουν και εκείνοι ότι δεν είναι εφικτό να επιβληθούν και πάλι υφεσιακά μέτρα.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι εκπρόσωποι των δανειστών θεωρούν «κόκκινο πανί» ορισμένες ελληνικές προτάσεις όπως η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και για τον λόγο αυτό εξετάζονται οι εναλλακτικές, π.χ. η επιβολή του ειδικού τέλους.
Ως γνωστόν, ο φόρος Τόμπιν ήταν μια ιδέα του νομπελίστα οικονομολόγου Τζέιμς Τόμπιν τη δεκαετία του 1970 για επιβολή ενός μικρού φόρου στις διεθνείς αγοραπωλησίες συναλλάγματος. Προ διετίας η Κομισιόν παρουσίασε πρότασή της για επιβολή στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές στην Ε.Ε. (0,1% στις αγοραπωλησίες αξιογράφων και 0,01% στις συναλλαγές με παράγωγα), η οποία όμως δεν προχώρησε λόγω των αντιδράσεων από αρκετά κράτη-μέλη, κυρίως της Βρετανίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας πρόκειται για κάτι διαφορετικό, παρότι κυβερνητικά στελέχη αναφέρονται στο σχέδιο με τον όρο «εσωτερικός φόρος Τόμπιν», καθώς εξετάζονται συναλλαγές μέσω τραπέζης όλων των ειδών, είτε πρόκειται για χρηματοπιστωτικές, είτε για καθημερινές συναλλαγές, με κριτήριο, όπως προαναφέρθηκε, να μην επηρεάζεται αρνητικά η οικονομική δραστηριότητα.