Αποτέλεσμα διμερούς συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου ήταν η πώληση των ελληνικών δραστηριοτήτων των κυπριακών τραπεζών, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος απάντησε σε σχετική ερώτηση ευρωβουλευτών.
Σύμφωνα με τον ίδιο οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης του κυπριακού τραπεζικού τομέα ήταν πάρα πολύ μεγάλες για να μπορέσει η χώρα να αναλάβει.
Στις αρχές του 2013, οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών υπολογίσθηκαν από ανεξάρτητο οίκο εμπειρογνωμόνων σε περίπου 8 δισ. ευρώ (ή 44% του ΑΕΠ).
Κατά την άποψη των υπευθύνων για το πρόγραμμα ΕΕ/ΔΝΤ στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων εκείνη τη χρονική στιγμή, σε περίπτωση που το κυπριακό δημόσιο αναλάμβανε αυτό το κόστος θα απειλούνταν η βιωσιμότητα του χρέους.
Μια ταχεία και σημαντική μείωση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εξωτερικού των κυπριακών τραπεζών, υποστηρίχθηκε από το πρόγραμμα ΕΕ/ΔΝΤ.
Σύμφωνα με τον Ντράγκι, η ΕΚΤ δεν ήταν σε καμία χρονική στιγμή μέρος της διαπραγμάτευσης της τιμής πώλησης, καθώς δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για την πώληση των ελληνικών υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών.
Η πώληση των ελληνικών δραστηριοτήτων των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών ήταν το αποτέλεσμα μιας διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Κύπρου και της Ελλάδας, ο στόχος της οποίας ήταν να προστατεύσει τη σταθερότητα τόσο του ελληνικού όσο και του κυπριακού τραπεζικού συστήματος.
Η πραγματική πώληση έγινε με εντολή από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, με την ιδιότητά της ως αρχής εξυγίανσης της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου.
Τέλος, ο ίδιος καταλήγει στην επιστολή του ότι μία από τις τρεις τράπεζες που αναφέρθηκαν στην επιστολή των δύο ευρωβουλευτών (Ελληνική Τράπεζα) πούλησε τις ελληνικές δραστηριότητες της σε εθελοντική βάση.