Άρθρο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στο
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της Διάρκειας του Ελληνισμού προβάλλει ολονέν και οξύτερο στα τέλη του αιώνα μας. Οταν λέμε Διάρκεια δεν εννοούμε ασφαλώς τη «διατήρησή» του στη ζωή και ίσως και την προκοπή του. Εννοούμε τη διαχρονικότητά του με τρόπο που δεν εξαλλοιώνει την ιδιοπροσωπία του. Και ιδιοπροσωπία σημαίνει την ξεχωριστή πίστη, τη γλώσσα καθώς και την ιστορικότητά του, δηλ. τη συνείδηση της ενότητος και συνέχειάς του μέσα στους αιώνες, την πεποίθηση ότι είναι φορέας μιας ιδιαίτερης αλλά και ζείδωρης πνευματικότητος, όπως επίσης την προσήλωσή του σε ένα πλέγμα εννοιών και αξιών που τον συγκροτούν και τον εκφράζουν. Στη διάρκεια του λήγοντος αιώνα η Ελλάς ως κράτος ελεύθερο και ανεξάρτητο είδε τα σύνορά της να επεκτείνονται, αλλά ταυτόχρονα είδε και τις προαιώνιες εστίες του Ελληνισμού της Ιωνίας να ξεριζώνονται. Η συρρίκνωση αυτή του ανατολικού Ελληνισμού της διασποράς (Μ. Ασίας, Πόντου, Θράκης, Ανατ. Ρωμυλίας κλπ.) συνοδεύθηκε από μια ηττοπαθή αίσθηση αλλοτρίωσης, που εκφράσθηκε άλλοτε με τον γραικυλισμό και άλλοτε με τον ελλαδισμό. Και τα δύο υπήρξαν απόρροια της απουσίας οράματος και προοπτικής για την επιβίωσή μας και της απόρριψης των γηγενών μας ερεισμάτων.
Το πρόβλημα είναι πολύ παλιό. Ηδη μετά την απελευθέρωσή μας από την τουρκική σκλαβιά η ιθύνουσα πολιτική και πνευματική τάξη στην Ελλάδα παγιδεύθηκε στην αντίληψη ότι ο Ελληνισμός θα μπορούσε να επιβιώσει αν απέρριπτε την ανατολίτικη νοοτροπία του και αν οι Ελληνες αφήνονταν να βαδίσουν απερίσπαστοι στην πορεία τους προς τη Δύση. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ήταν τότε βέβαια καινούργια. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά τον 12ον αιώνα, όταν οι βυζαντινοί παγιδεύθηκαν σε μια ψυχολογική αμφιθυμία έναντι των δυτικών. Ετρεφαν αισθήματα ταυτόχρονα μίσους και θαυμασμού για τους δυτικούς. Οποιος διαβάσει την «Αλεξιάδα» της λαμπρής Αννας Κομνηνής, έρχεται σε άμεση επαφή με τα αντιφατικά αυτά αισθήματα των βυζαντινών. Από τα χρόνια εκείνα δεν έχει παύσει να ακούγεται το τραγούδι που μας ζητάει να επιρρίψουμε επί των δυτικών τη μέριμνά μας για τη σωτηρία του Ελληνισμού, απορρίπτοντας κάθε άλλη εσωτερική μας δύναμη και κυρίως την Εκκλησία. Ωστόσον, ο Ελληνισμός δεν πρόκειται να επιβιώσει τόσο εύκολα και τόσο απλά, όσον υποθέτουν οι θεωρητικοί του ευνουχισμού μας. Αλλωστε οι πικρές εμπειρίες μας τους διαψεύδουν παταγωδώς.
Προϋπόθεση για να καταλάβουμε τι πρέπει να κάνουμε και με ποιο τρόπο για να εξασφαλίσουμε τη Διάρκεια του Ελληνισμού, είναι να αντιληφθούμε τι απειλεί τον Ελληνισμό με εξαφάνιση. Η διάγνωση πρέπει να προηγηθεί της θεραπείας. Και κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση μόνο ο Ελληνισμός. Κινδυνεύει όποιος είναι αδύναμος. Κι εμείς είμαστε αδύνατοι. Εμάς τώρα μας απειλεί η ιστορία, οι εξελίξεις, οι κατευθύνσεις δηλαδή που υποχρεώνεται να ακολουθήσει ο δυτικός άνθρωπος. Και δεν κινδυνεύει μόνο ο Ελληνισμός. Αλλά εμάς ο Ελληνισμός μας ενδιαφέρει. Αυτός είναι το πρόβλημά μας.
Ο Ελληνισμός εγνώρισε πολλές φάσεις στην επίγνωση της ενότητός του μέσα στην ιστορική του πορεία. Αρχίζοντας από την «πόλη», ως καθοριστικό στοιχείο ταυτότητος, πέρασε στους μετά τον Μ. Αλέξανδρο χρόνους, στην προσπάθεια θεσμικής ενώσεως των Ελλήνων, που έληξε με την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους. Τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά η ελληνική ταυτότητα με περιεχόμενο πολιτιστικό και όχι φυλετικό. Ο όρος Ελληνισμός έχει πολιτισμικό περιεχόμενο και Ελληνες καλούνται οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα εμφανίζονται τα πρώτα στοιχεία εθνικής ταυτότητος στους λαούς της Ευρώπης. Οι Φράγκοι αντιθέτουν τους εαυτούς των προς τους τεύτονες. Κατά τον 12ον αιώνα και στο Βυζάντιο εμφανίζεται μια νέα ταυτότητα: η αντίθεσή μας με τους δυτικούς δεν έχει μόνο θρησκευτική, αλλά και φυλετική βάση. Οταν μας κατακτούν οι Τούρκοι, η ταυτότητά μας καθορίζεται από την Εκκλησία πάνω σ’ αυτό το δίπολο: έναντι του κατακτητή έχουμε θρησκευτική αλλά και φυλετική διαφορά. Είμαστε το Γένος. Την ταυτότητα του Γένους κρατήσαμε έως περίπου τον 17ον αιώνα, όταν απλώθηκαν και στους έλληνες λογίους οι ιδέες των βρετανών φιλοσόφων που μιλούσαν για ΕΘνος. Το Εθνος διαφέρει από το Γένος: δεν πρόκειται για μια φυλή, αλλά για ανθρώπους διαφορετικής φυλής, που έχουν την ίδια γλώσσα, τον ίδιο κοινό πολιτισμό, την ίδια παιδεία, τις ίδιες κοινωνικές αξίες. Το κράτος δεν δρα ως εκπρόσωπος κάποιας από τις φυλές που αποτελούν τον λαό, αλλά ως εκφραστής του Εθνους, του κοινού στοιχείου των διαφόρων φυλών. Με το πνεύμα αυτό ιδρύθησαν οι ΗΠΑ, με αυτό έγινε η Γαλλική Επανάσταση, με το ίδιο πνεύμα κι εμείς μόλις απελευθερωθήκαμε συστήσαμε την Εθνοσυνέλευση.
Από τότε όμως εχάσαμε την ταυτότητα που μας έδωσε η Εκκλησία, πάψαμε να είμαστε Γένος και εγίναμε Εθνος. Αποκτήσαμε εθνική ταυτότητα, η οποία μάλιστα διέκρινε τον έλληνα πολίτη του εθνικού κράτους από τον έλληνα πολίτη άλλων κρατών. Οι μη Ελλαδίτες κράτησαν τον όρο «ομογένεια» και όσοι μπόρεσαν κράτησαν την Εκκλησία ως τροφόν τους. Αλλά το ρήγμα είχε έλθει. Ο Ελληνισμός δεν είχε πια κέντρο του την Εκκλησία, η οποία από περιέχον που ήταν έγινε περιεχόμενο, μέσα στον μηχανισμό του κράτους. Και ναι μεν χαρακτηρίσθηκε «επικρατούσα θρησκεία», όμως το εθνικό κράτος προσδιορίζει πια τα βήματά της. Ομως η αλλαγή ταυτότητος δεν είναι μια ανώδυνη διαδικασία. Σηματοδοτεί μια μεταβατική εποχή, επιφέρει νέο και διαφορετικό προσανατολισμό, ανατρέπει δεδομένες αντιλήψεις και αξίες. Στη διάρκεια αυτής της αλλαγής είναι πολλά και ουσιώδη αυτά που μέσα μας και γύρω μας χάνουν την αξία και σημασία τους. Είναι πολλά αυτά που μόλις χθες άξιζαν τον σεβασμό και την παραδοχή μας και σήμερα πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων. Το τραγικότερο όμως είναι πως δεν γνωρίζουμε αν η νέα ταυτότητά μας θα αποδειχθεί επιτυχημένη. Η ιστορία είναι αμείλικτη. Το 1830 εγκρεμίσαμε την Εκκλησία από την ηγετική της θέση στη διοίκηση των Ελλήνων, χωρίς όμως να μπορέσουμε να στήσουμε στη θέση της ένα σωστό κράτος. Ξηλώσαμε την Εκκλησία από τη θέση του πνευματικού μας καθοδηγητή, χωρίς όμως να μπορέσουμε να θεμελιώσουμε ένα σύστημα παιδείας αντάξιο της ιστορίας μας και ικανό να μας οδηγήσει σε δρόμους δημιουργικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να ανεβεί το βιοτικό μας επίπεδο, αλλά να υποχωρήσουν κάθετα οι ποιότητες της ψυχής και της ζωής μας.
Να όμως που τώρα ήλθεν η ώρα η ανάπηρη εθνική μας ταυτότητα να αντικατασταθεί και αυτή με τη σειρά της. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Εναντίον της δρουν δυνάμεις μη αναστρέψιμες. Οι εθνικές ταυτότητες ξεπεράσθηκαν όταν τα σύνορα έγιναν υπόθεση τελωνείων και έπαυσαν να εκφράζουν πραγματικές διακρίσεις. Η εθνική ταυτότητα προϋποθέτει διαχωρισμό των εθνών, σύνορα που προστατεύουν την ιδιαιτερότητα, λαούς με διαφορετική γλώσσα, με άλλο τρόπο ζωής, με δικές τους αξίες και παραδόσεις. Ηδη από τη δεκαετία του ’50 τα σύνορα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών έπαυσαν να σημαίνουν διαχωρισμό εθνοτήτων. Τα μέσα πληροφόρησης γκρέμισαν και όποια σύνορα είχαν απομείνει, και τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών μαζί με τον τουρισμό σάρωσαν τις διακρίσεις και τους απομονωτισμούς. Η οικείωση των ευρωπαϊκών πολιτισμών έκανε τους Ευρωπαίους όλους μία οικογένεια. Με την ίδρυση της Ενωμένης Ευρώπης τα σύνορα κατηργήθησαν και τυπικά. Το κράτος έπαυσε να είναι ο αυτονόητος εγγυητής της εθνικής ταυτότητος καθώς είναι υποχρεωμένο να αντικαταστήσει την εθνική λογική με την εταιρική, τη συναινετική λογική. Σήμερα ζούμε σε ορίζοντα διεθνικό, χωρίς αγεφύρωτα γλωσσικά εμπόδια επικοινωνίας. Ζούμε σε κοινωνίες που αποδέχονται τον ηθικό και πολιτισμικό ρελατιβισμό.
Δεν θέλω να πω ότι η ολοκλήρωση της ΕΕ είναι λάθος. Είναι όμως επικίνδυνη. Επικίνδυνη είναι και η ζωή, λάθος όμως δεν είναι. Και τώρα που οι εθνικές ταυτότητες είναι μοιραίο και αναμενόμενο να καταρρεύσουν πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, ώστε ο Ελληνισμός να μην τις ακολουθήσει στην εξαφάνιση. Σήμερα ο Ελληνισμός κινδυνεύει να απορροφηθεί μέσα στην ευρωπαϊκή χοάνη. Ο μόνος τρόπος να σωθεί είναι να απορροφήσει. Στη νέα πραγματικότητα που δημιουργείται υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες, δύο ρόλοι: ο ρόλος του σφουγγαριού που απορροφά και ο ρόλος του νερού που απορροφάται. Για να επιβιώσει σήμερα ένας λαός πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: α) να έχει πληθυσμιακό όγκο, β) να είναι φορέας μεγάλης ισχύος και γ) να είναι κέντρο πρότυπης κουλτούρας. Ο Ελληνισμός επεβίωσε, μολονότι ζούσε από 15 αιώνων μέσα σε πολυεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, επειδή ακριβώς εκάλυπτε την τρίτη προϋπόθεση: ήταν το κέντρο μιας κουλτούρας που την ήθελαν και την χρειάζονταν και οι άλλοι λαοί. Σήμερα όμως; Ο Νέος Ελληνισμός δεν έχει τη δύναμη να σταθεί ισότιμα πλάι στον αρχαίο και στον βυζαντινό πρόγονό του. Σήμερα πρέπει να καταλάβουμε ότι η μοναδική μας δυνατότητα επιβίωσης είναι να ξαναγίνουμε φορείς μιας ιδιαίτερης πνευματικότητος, χρήσιμης και σε μας και στους άλλους λαούς, πρότυπης και δημιουργικής. Δεν έχουμε μέλλον αν απλώς συνεχίσουμε να δείχνουμε τον Παρθενώνα ή τις ωραίες ακρογιαλιές μας. Δεν έχουμε δυνατότητες ούτε πληθυσμιακής υπεροχής ούτε άλλου είδους ισχύος. Τέτοιες δυνατότητες άλλωστε δεν είχαμε ποτέ στην ιστορία μας. Ενα μόνο γνωρίζαμε: ήμασταν φορέας πνεύματος. Σε όλους τους άλλους τομείς είμαστε πίθηκοι της Ευρώπης. Στο πνεύμα υπήρξαμε οι δάσκαλοί της.
Αλλά καθώς οι Πλάτωνες και οι πλατωνιστές δεν γεννιούνται διά διατάγματος, η δυνατότητα να είμαστε φορείς και δάσκαλοι ενός ιδιαιτέρου πνεύματος δεν ανήκει στους φακέλους της ιθύνουσας γραφειοκρατίας. Ο μόνος θεσμός των Ελλήνων που εκφράζει αληθινά μεγάλη και πρότυπη πνευματικότητα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και η σωτηρία του Ελληνισμού μπορεί να είναι έργο μόνο της Εκκλησίας. Και δεν έχει μόνο πνευματικότητα σεβαστή σε όλους τους λαούς η Εκκλησία, έχει και τη βούληση να σώσει τον Νέον Ελληνισμό. Μόνο η Εκκλησία είναι σε θέση να δώσει στον Ελληνα τη νέα ταυτότητά του, που θα έχει πνευματικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα θα τον κρατά, με βάση την ελληνορθόδοξη παράδοση, ως ιδιαίτερη οντότητα Γένους, με το κοινοτικό πνεύμα που είναι η καρδιά της Εκκλησίας μας. Δεν χρειάζονται νέοι μηχανισμοί για να δημιουργήσουν νέο κοσμοείδωλο. Υπάρχει και μας περιμένει έτοιμο να μας αγκαλιάσει και να μας οδηγήσει εμπρός μέσα από την πατερική διδασκαλία και τη φιλοκαλική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία ωστόσο οφείλει να καταπολεμήσει τον μέγαν και πρώτο εχθρό που είναι ο συγκρητισμός. Πρέπει να αντιληφθεί εγκαίρως το νέο θεσμικό περιβάλλον που έχει ήδη διαμορφωθεί και μέσα στο οποίον είναι αναγκασμένη να ζει εφεξής κυρίως ως Απόστολος πνεύματος. Πρέπι να καταλάβει ότι ο απομονωτισμός, οι περιχαρακώσεις, που κάποτε περιέσωσαν τον πολιτισμό μας, σήμερα συνιστούν μεθόδους εθνικής καταστροφής. Δεν θα πρέπει η Εκκλησία να απομονώσει τον Ελληνα από την Ευρώπη, ούτε όμως και να τον παραδώσει σε αυτήν. Πρέπει να επιλέξει όχι το Ρήγμα, αλλά την Πρόσληψη. Δηλ. να αποκτήσει εξωστρέφεια, να παύσει να μιλάει στον καθρέπτη της, να διαλεχθεί με τον Ελληνα, τον Ευρωπαίο, να βγει από τη θερμοκοιτίδα του Ελλαδισμού. Δεν πρέπει να υποχωρήσει στον πειρασμό να μπει στην πολιτική. Αν κρατηθεί μακριά, θα μπορέσει να φέρει την πολιτική στον δικό της χώρο. Ούτε να μετατραπεί σε ιδεολογία θανάτου. Πρέπει να υπερβεί την άδικη αντίληψη ότι είναι μόνο για γάμους και κηδείες. Ο λόγος της δεν πρέπει να ορίζεται από την επικαιρότητα, αλλά να την ορίζει. Αυτό θα συμβεί μόνο αν μάχεται για αρχές καθολικής ισχύος και αν προωθεί τα εθνικά θέματα διά μέσου των αρχών αυτών.
Η Ευρώπη και σήμερα αναμένει τον φερέγγυο λόγο τής εξ ανατολών Ορθοδόξου Ελλάδος. Θα είναι κρίμα εάν κατατριβόμενοι με εφήμερα και ευτελή πράγματα εγκαταλείψουμε τις μεγάλες μας ευθύνες έναντι της Ευρώπης και της πατρίδος μας, που δεν εκχωρούνται. Η σημερινή συγκυρία και η ιστορική αναγκαιότης απαιτούν τη ζωντανή παρουσία μιας Ορθοδοξίας διευρυμένων οριζόντων, έξω από το γνωστό καζάνι, όπου σιγοβράζουμε λίγο – πολύ όλοι μας. Αν δεν το καταλάβουμε, τόσο το χειρότερο. Και η τελευταία ελπίδα θα έχει εξατμισθεί, και θα σημάνει η ώρα για την απαρχή της απορρόφησης του Νέου Ελληνισμού.
«Το Βήμα», Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1997