«Αποχαιρετιστήριο», όνομα και πράγμα: Μπορεί ο τίτλος να αναφέρεται σε «Δείπνο», στην ουσία ωστόσο αποχαιρετιστήρια στάθηκε η φετινή παραγωγή για τον Λάκη Λαζόπουλο.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Μυρτώ Λοβέρδου στο iefimerida, εκτάκτως και εσπευσμένως κατεβαίνει την Κυριακή και μάλιστα, όπως γράφει το σχετικό δελτίο Τύπου, αφού ολοκλήρωσε «με επιτυχία τις παραστάσεις». Σαν δικό του αστείο δεν ακούγεται; «Η παράσταση κατεβαίνει λόγω επιτυχίας»…
Εκπληξη; Μάλλον όχι. Γιατί από τον περασμένο Οκτώβριο, που έκανε πρεμιέρα στο Γκλόρια, φάνηκε ότι τα πράγματα για τον πρωταγωνιστή θα ήταν ζόρικα. Ηδη από πέρυσι, με μια επίσης γαλλική κωμωδία, το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;», τα πρώτα μηνύματα είχαν φανεί. Η παράσταση γέμιζε τα Σαββατοκύριακα, αλλά όχι και μεσοβδόμαδα… Πού οι εποχές που έξω από τις παραστάσεις του σχηματίζονταν ουρές…
Είναι κοινό μυστικό, εδώ και χρόνια: Ο Λάκης Λαζόπουλος δεν είναι πια αυτό που ήταν. Ο Λάκης Λαζόπουλος δεν είναι ούτε καν αυτό που έγινε αργότερα. Στον δρόμο της δικής του επιτυχίας έχασε το χιούμορ, τη σατιρική διάσταση, τη θεατρική του υπόσταση… Δημιούργησε ένα δικό του είδος, μια «τέχνη» προσωπικής καταγγελίας. Από επικριτής των πάντων έγινε επιλεκτικός. Από αντιπολιτευτικός έγινε φανατικά κυβερνητικός… Πότε άλλοτε η σάτιρα αγκάλιαζε τον πρωθυπουργό και καθύβριζε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Πού οι εποχές που τα σχόλιά του για τον Χρήστο Σαρτζετάκη εξέφραζαν σχεδόν μια ολόκληρη κοινωνία; Από τον Σημίτη και μετά, με τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου, τον Βενιζέλο, την Ντόρα, έφτασε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, με τόσο πάθος και τόσο φανατισμό που ακόμα και ο πλέον ορκισμένος εχθρός του νυν αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας δυσκολεύεται να παρακολουθήσει.
Εκεί είναι που έχασε το παιχνίδι ο Λαζόπουλος: Αφησε το προσωπικό του μένος να γίνει ο οδηγός του σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει δημιούργημά του. Πνίγηκε στην επιτυχία του και είδε τον εαυτό του με άλλα μάτια. Εχασε το μέτρο, πρώτα απ’ όλα του εαυτού του. Ξέχασε ότι όταν ο κόσμος γελούσε με τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους», η εμπάθεια δεν ήταν στα βασικά του χαρακτηριστικά. Μέσα σε αυτές τις τουλάχιστον δύο δεκαετίες που πέρασαν από τότε, ο Λαζόπουλος μεταμορφώθηκε και παραστάσεις όπως το «Ηταν ένα μικρό καράβι» και η «Κυριακή των παπουτσιών» έγιναν vintage…
Δεν είναι ότι άρχισε να συναναστρέφεται τους κοσμικούς και τους πλούσιους. Αλίμονο! Ανέκαθεν οι επιτυχημένοι της εγχώριας σόουμπιζ ήταν και παραμένουν περιζήτητοι στις παρέες. Είναι ότι ξέχασε να πει στο κοινό του ότι άλλο οι καταγγελίες για την «άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις», και άλλο η δική του η ζωή. Στο μεταξύ, πρόλαβε να μεταβληθεί σε θεατή του εαυτού του. Δεν συμπάσχει. Παίζει, υποδύεται, ερμηνεύει.
Με τα χρόνια, και κυρίως όταν ήρθαν εκείνα της «αριστεράς και της προόδου», ο Λάκης Λαζόπουλος εκδήλωσε, χωρίς προσχήματα, τη στήριξή του στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Αλέξη Τσίπρα… Αρχισε, δηλαδή, να πηγαίνει με το ρεύμα και έπαψε, με το χιούμορ του, να ανοίγει δρόμους και δρομάκια, να αφήνει χαραμάδες. Ορθώθηκε σαν τοίχος και έστησε ένα τείχος γύρω από τον πρωθυπουργό. Τον έβαλε στο απυρόβλητο. Εγινε οπαδός.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέρυσι, στην επίσημη πρεμιέρα του, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας με τη σύζυγό του όσο και μέλη του υπουργικού συμβουλίου τον τίμησαν με την παρουσία τους… Φέτος; Οχι βέβαια. Είχε μεσολαβήσει το «Μας πήρατε τα σπίτια; Τελειώσατε…» και κάποιες αντιδράσεις στο θέμα με τις τηλεοπτικές άδειες. Κυρίως, όμως, είχε μεσολαβήσει άλλη μια δική του αλλαγή πλεύσης. Κυνηγώντας το τι θέλει ο κόσμος να ακούσει από το στόμα του για να τον χειροκροτήσει, ξέχασε πόσο γρήγορα αλλάζουν τα πράγματα και πόσο εύκολα η άποψη του κόσμου μεταβάλλεται. Κι έτσι άρχισε να πέφτει…
Τον περασμένο Φεβρουάριο, ένα εξαιρετικά ατυχές σχόλιό του για την αναπηρία του Σόιμπλε στο «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στο διαδίκτυο. Η μεγάλη αποδοκιμασία που δέχθηκε ξεπερνούσε τα όρια της κοινωνικής ευαισθησίας: Ηταν το πρώτο καμπανάκι, έναν χρόνο μετά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ότι όλο αυτό το ιδεολόγημα μπατάρει – και μαζί ο Λάκης που το στήριξε λυσσαλέα. Μέχρι και ανακοινώσεις για απόσυρση διαφημιστικής καμπάνιας σε Μέσο που δίνει βήμα στον Λάκη Λαζόπουλο ακολούθησαν την αναπηρία του Σόιμπλε – με τη δημόσια συγνώμη του Λάκη να μη γίνεται δεκτή από όλους.
Ακόμα και η στάση του απέναντι στις τηλεοπτικές άδειες και τις αποφάσεις του ΣτΕ πήρε άλλη μορφή. Εγραψε για τη «βαθιά στεναχώρια όλων μας, εκεί στον Alpha» και παράλληλα επέστρεψε στις απόψεις του περί διαπλεκόμενων δημοσιογράφων, απόψεις ανάλογες του καιρού και του αέρα που φυσάει στα δικά του πανιά: «Σε όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων και της εξαθλίωσης της χώρας έκλεισαν επιχειρήσεις, εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους και οι δημοσιογράφοι στο σύνολό τους συγκάλυπταν τις κυβερνήσεις, τα έβρισκαν όλα φυσιολογικά και όλα καλώς καμωμένα, βαφτίζοντας τις απολύσεις ως μεταρρυθμίσεις, και τις περικοπές των μισθών και συντάξεων ως αναγκαίες θυσίες για να γίνουμε ανταγωνιστικοί και να έρθει η ανάπτυξη. Το τι έχει συμβεί το ξέρουμε»…
Ωστόσο, στην κρίση χρωστάει την απογείωση της εκπομπής του – όχι, δεν προκάλεσε, ούτε δημιούργησε ο ίδιος την κρίση. Η επιτυχία του ήταν τέτοια που οι τηλεθεατές «μεταφράζονταν» σε πάνω από 2 εκατομμύρια κάθε φορά – ενίοτε και τρία… Τότε, παρέα με τραγουδιστές και ηθοποιούς, στήριζε με πάθος κάθε λογής αγανακτισμένους, μοίραζε ευθύνες σε κυβερνώντες και ετοίμαζε τη μετεξέλιξή του. Μπόλιασε το χιούμορ του με επιθετικότητα και κακίες, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του οργανωτή της κοινωνίας. Μας έλεγε τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέματα, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Κι όποιος διαφωνούσε μαζί του ήταν πάραυτα προδότης, χαφιές, μέρος της διαπλοκής. Τώρα, ποια διαπλοκή τού στέρησε το κοινό του;
«Μεταξύ μας, αυτό το 2016 να πάει και να μην ξανάρθει», ευχήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο μέσα από το site του, για τη χρονιά που έφυγε. Ισως γιατί είχε πάρει ήδη απόφαση να κατεβάσει την παράσταση. Ισως γιατί μαζί με το 2016 είδε να χάνει όλο και περισσότερο έδαφος. Κι ας φρόντισε μέσα από το δελτίο Τύπου να μας υπενθυμίσει ότι «μαζί με τη Χρύσα Ρώπα, από 1ης Μαρτίου 2017, θα βρίσκονται στο θέατρο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, με το προγραμματισμένο τους έργο «Κι όμως αγαπιόμαστε!»»… Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.