Οι New York Times πραγματοποίησαν ένα ακόμη οδοιπορικό στην Ελλάδα. Επέστρεψαν με την κάμερά τους στη Λέσβο και τονίζουν ότι στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα και μια άλλη κρίση, η μεταναστευτική.
«Ο αριθμός των προσφύγων και των μεταναστών που φτάνουν στη Λέσβο και στα άλλα ελληνικά νησιά έχει εκτοξευθεί καταστροφικά και το μόνο που τους περιμένει είναι η εξαθλίωση» γράφει η Σούζαν Ντέιλι η οποία επισκέφθηκε το κέντρο υποδοχής του νησιού.
Η ίδια το περιγράφει ως εξής: «Το κέντρο υποδοχής μεταναστών εδώ, ένα σύμπλεγμα κτιρίων προκάτ που περιβάλλονται από συρματοπλέγματα, γέμισε ξανά μέσα σε ένα απόγευμα, αφήνοντας έξω εκατοντάδες οικογένειες, κάποιες με παιδιά, να ψάξουν να βρουν ένα μέρος να καθίσουν κάπου ανάμεσα στους σωρούς από σκουπίδια».
«Κοίτα τα μάτια της, είναι άρρωστη» της λέει ο 27χρονος Ibrahim Nawrozi, ένας απελπισμένος Αφγανός μηχανικός, που κρατά στα χέρια του τη 10 μηνών κόρη του. «Βρισκόμαστε μέσα σε αυτά τα σκουπίδια επί τρεις μέρες. Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ ακόμα μια μέρα» προσθέτει.
Σε αυτό το σημείο, η δημοσιογράφος των New York Times ενημερώνει τους Αμερικανούς αναγνώστες πως «από την αρχή του χρόνου, ο αριθμός των προσφύγων και των μεταναστών που φτάνουν εδώ και στα άλλα ελληνικά νησιά έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα μιας τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης. Οι αφίξεις από τη θάλασσα έχουν ξεπεράσει τις 107.000 μέσα στον Ιούλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, επισκιάζοντας ακόμα και τον αριθμό των ανθρώπων που φτάνουν στην Ιταλία.
»Οι περισσότεροι από αυτούς που φτάνουν στη Λέσβο, έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό ακριβώς απέναντι από τα τουρκικά παράλια, δραπετεύουν από τους πολέμους σε Συρία και Αφγανιστάν, ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν να μπουν πιο βαθιά στη Δυτική Ευρώπη».
Χαρακτηριστικό της δυσθεώρητης αύξησης των αφίξεων μόνο στη Λέσβο μεταναστών που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων είναι τα στοιχεία του Λιμενικού Σώματος. Μέσα στον Ιούνιο του 2015 έφτασαν στο νησί 15.254 μετανάστες, ενώ τον ίδιο μήνα πέρυσι ήταν μόλις 921!
Πάντως, παρά την ελπίδα για ζωή το μόνο που περιμένει τους ανθρώπους αυτούς στην Ελλάδα είναι η εξαθλίωση, σχολιάζει η Ντέιλι. «Φτάνουν σε μια χώρα που είναι χωμένη βαθιά μέσα στη δική της κρίση, με τον δείκτη ανεργίας να ξεπερνά το 25%, οι τράπεζες να μην λειτουργούν ακόμη πλήρως και η κυβέρνησή της να είναι εντελώς άφραγκη».
Το μόνο που περιμένει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ελλάδα είναι η εξαθλίωση
Και όπως τονίζεται στο άρθρο των New York Times, παρά το τιτάνιο έργο των εθελοντών, συμπεριλαμβανομένων τουριστών και κατοίκων, αποτέλεσμα ικανό να δώσει λύση στην κατάσταση δεν έρχεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι «κάποιες οικογένειες έξω από το κέντρο δεν έχουν καταφέρει να πάρουν καθόλου φαγητό μέσα στην ημέρα, […] ενώ άλλοι που πήραν καταγγέλλουν ότι τους έκανε να αρρωστήσουν».
Τις συνθήκες που επικρατούν τις έχουν καταγγείλει οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά εις μάτην.
Ο δήμαρχος Λέσβου Σπύρος Γαληνός συμφωνεί στο ότι οι συνθήκες είναι «άθλιες», αλλά οι Αρχές του νησιού δεν μπορούν να κάνουν και πολλά όταν σε ημερήσια βάση καταφτάνουν 1500 άνθρωποι.
Η Αμερικανή δημοσιογράφος αναφέρεται στα κυκλώματα των δουλεμπόρων και στο πώς μεταφέρουν τους πρόσφυγες από την Τουρκία στην Ελλάδα μέσα σε υπερφορτωμένες βάρκες. Αυτοί που καταφέρνουν να επιβιώνουν στο ταξίδι είναι συνήθως «εξουθενωμένοι και τρέμουν από το κρύο ή έχουν εγκαύματα από τον ήλιο».
Οταν οι πρόσφυγες φτάνουν εξαθλιωμένοι στο νησί, πέφτουν στα γόνατα από ευγνωμοσύνη
Παρά όμως το επικίνδυνο ταξίδι, εθελοντές που βλέπουν τις βάρκες να φτάνουν λένε στους Times της Νέα Υόρκης, ότι πολλοί από αυτούς όταν φτάνουν «πέφτουν στα γόνατα με ευτυχία και ευγνωμοσύνη που τα κατάφεραν».
Μια τέτοια είναι και η ιστορία της Rosh A., μιας 32χρονης δασκάλας από τη Συρία, η οποία πήρε μαζί της τα δύο παιδιά κι έφυγε από τη Δαμασκό, επειδή όπως λέει, οι βόμβες έπεφταν βροχή κάθε μέρα. «Πέθαινα κάθε μέρα (στη Δαμασκό). Ναι, ήταν τρομακτικά σε εκείνη τη βάρκα, αλλά όταν μπήκα μέσα σε αυτή ένιωσα πως ξανααποκτούσα μέλλον» δηλώνει.
Αλλά και όταν φτάνουν στο νησί, έχουν να διανύσουν έναν δρόμο 70 χιλιομέτρων με τα πόδια μέχρι να φτάσουν στο κέντρο υποδοχής. Χαρακτηριστικό της εξάντλησής τους είναι το παράδειγμα της συζύγου του 27χρονου Nawrozi, η οποία κουράστηκε τόσο πολύ στη διαδρομή, κουβαλώντας το παιδί τους, που το ζευγάρι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα υπάρχοντά του στον δρόμο.
Αυτή είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπων στην οποία επεμβαίνουν οι εθελοντές, γράφει η δημοσιογράφος της νεοϋορκέζικης εφημερίδας και παραθέτει το παράδειγμα της Melinda McRostie η οποία έχει το εστιατόριο Captain’s Table στο Μόλυβο και εθελοντικά ετοιμάζει γεύματα για τους πρόσφυγες.
«Για πολλούς κατοίκους του νησιού, το κύμα των μεταναστών και των προσφύγων δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή. Η τουριστική σεζόν είναι στο πικ της και τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία τώρα περιμένουν να δουλέψουν. Ακόμα και εκείνοι που βοηθούν εθελοντικά, μου τονίζουν να επισημάνω ότι οι τουρίστες θα βρουν το νησί ανεπηρέαστο (από το μεταναστευτικό κύμα). Και αυτό είναι αλήθεια σε έναν μεγάλο βαθμό. Αλλά στα βόρεια, οι παραλίες είναι στρωμένες με ξεφούσκωτες βάρκες και σωρούς από εγκαταλειμμένα σωσίβια» γράφει η Ντέιλι.
Η αμερικάνικη εφημερίδα προσεγγίζει και την Τασία Χριστοδουλοπούλου, την αναπληρώτρια υπουργό μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία καλεί την ΕΕ να στρέψει την προσοχή της και τα λεφτά της σε αυτή τη δεύτερη ανθρωπιστική κρίση.
Το μόνο που περιμένει πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελλάδα είναι η εξαθλίωση
«Ομως, κάποιοι στη Λέσβο υποστηρίζουν ότι οι Ελληνες οφείλουν να βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις, παρά τα δικά τους οικονομικά δεινά» αναφέρει η δημοσιογράφος των New York Times και παραθέτει την αφήγηση του πατέρα Στρατή Δήμου, του ιερέα που βοηθά άπορες ελληνικές οικογένειες, αλλά και πρόσφυγες στο νησί.
Ο ίδιος αναφέρει: «Αυτοί οι άνθρωποι απλά προσπαθούν να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Απλά προσπαθούν να επιβιώσουν. […] Μια μέρα, μια γυναίκα που χωρίστηκε από τον σύζυγό της, την πήρα και τον ψάξαμε μαζί με το αυτοκίνητο. Οταν τον βρήκαμε, εκείνος ήρθε στο αυτοκίνητο μου. Υποκλίθηκε και με φίλησε. Και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν σύνορα».