Οι περιορισμοί στους προϋπολογισμούς των ΗΠΑ, των ευρωπαϊκών κρατών και της Ιαπωνίας δίνουν την ευκαιρία στην Κίνα, η οποία συνεχίζει ακάθεκτη να επενδύει στον τομέα επιστήμης και τεχνολογίας, να αποκτήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία έως το 2019, σύμφωνα με μια νέα έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση “OECD Science, Technology and Industry 2014” επισημαίνει ότι σταδιακά μειώνεται το ειδικό βάρος Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας στην επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, στις σχετικές εμπορικές πατέντες και στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο, έτσι ώστε η Κίνα να γίνει η Νο 1 χώρα σε δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης (R & D).
Αυτό αναμένεται να συμβεί μέσα στην επόμενη πενταετία και πάντως πριν το 2020.
Γενικότερα οι δαπάνες R & D εκ μέρους των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων των ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών του ΟΟΣΑ εμφανίζουν μια κάμψη λόγω της οικονομικής κρίσης, με συνέπεια το μερίδιο του ΟΟΣΑ στις παγκόσμιες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη να έχει υποχωρήσει πλέον στο 70% έναντι του 90% πριν μια δεκαετία.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών R & D στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 1,6% κατά την περίοδο 2008-2012, περίπου ο μισός από ό,τι ήταν τα προηγούμενα χρόνια 2001-2008. Αντίθετα, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη της Κίνας διπλασιάστηκαν μεταξύ 2008 και 2012.
Το 2012 η ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για R & D ήταν 397 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, 282 δισεκατομμύρια δολάρια στην ΕΕ των «28», 257 δισεκατομμύρια στην Κίνα και 134 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ιαπωνία. Η συνολική δαπάνη για R & D στις χώρες του ΟΟΣΑ ξεπέρασε το 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2012 έναντι 330 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ανερχόμενες χώρες “BRIICS” (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Ινδονησία, Κίνα και Νότια Αφρική).
Η χώρα με την μεγαλύτερη αναλογία επενδύσεων έρευνας και ανάπτυξης είναι η Κορέα (4,36% του ΑΕΠ της το 2012) και ακολουθεί το Ισραήλ (3,93% του ΑΕΠ), ενώ ο μέσος όρος στα κράτη του ΟΟΣΑ είναι 2,40% του ΑΕΠ.
Η έκθεση επισημαίνει ότι υπάρχει σημαντική «ψαλίδα» μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς μερικές (Δανία, Γερμανία κ.α.) αυξάνουν συνεχώς το πσοσοστό των δαπανών R & D στο ΑΕΠ τους, ενώ άλλες, κυρίως στον ευρωπαϊκό νότο (Πορτογαλία, Ισπανία κ.α.) χάνουν κι άλλο έδαφος.
Η Ελλάδα
Η έκθεση επισημαίνει την παρατεταμένη ύφεση στην Ελλάδα μετά το 2008 και την ανάγκη για διαρθρωτικές βελτιώσεις στο όλο σύστημα παραγωγής καινοτομιών στη χώρα μας. Τονίζει επίσης ότι οι ευρύτερες συνθήκες για καινοτομίες απέχουν από το να θεωρηθούν ευνοϊκές, μεταξύ άλλων λόγω έλλειψης κεφαλαίων ανάληψης επενδυτικών κινδύνων (venture capital). Παράλληλα υπογραμμίζονται οι επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης να βελτιώσει τις συνθήκες προώθησης καινοτομιών ως μέσο για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, η ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για R & D ήταν σχεδόν 2 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012 (1.994 εκατομμύρια) και αποτελούσε το 0,2% της συνολικής δαπάνης στον ΟΟΣΑ. Το 15,8% αυτών των κεφαλαίων προήλθαν από εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενώ ο μέσος όρος αυτών των δαπανών (επενδύσεων) στον ΟΟΣΑ ήταν 2,40%, στην Ελλάδα ήταν 0,69%. Στον ΟΟΣΑ οι δαπάνες αυτές αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2% κατά την περίοδο 2007-2012, αλλά στην Ελλάδα -λόγω και της οικονομικής κρίσης- υπήρξε μέση ετήσια μείωσή τους κατά 1,8% την ίδια περίοδο.
Ενώ στον ΟΟΣΑ, από το συνολικό μέσο ποσοστό 2,40% των δαπανών έρευνας, το ένα τρίτο περίπου (0,77% του ΑΕΠ) χρηματοδοτείται με δημόσιους πόρους, στην Ελλάδα πάνω από το 50% (0,36% του ΑΕΠ από το συνολικό 0,69%) χρηματοδοτείται με δημόσια κεφάλαια. Αυτό επιβεβαιώνει ότι στη χώρα μας υπάρχει υστέρηση όχι μόνο των συνολικών επενδύσεων σε R & D, αλλά και ειδικότερα των ιδιωτικών επενδύσεων για έρευνα από τις ελληνικές επιχειρήσεις, πράγμα που καθιστά την χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα εξαρτημένη σε δυσανάλογο βαθμό από το κράτος και άλλους δημόσιους φορείς, σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει πάντως ότι, παρά την υστέρηση σε δαπάνες R & D, η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερη επίδοση διεθνώς σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και σε παρουσία των ΑΕΙ της στα κορυφαία 500 πανεπιστήμια του κόσμου.
Από την άλλη, επισημαίνει ότι το ελληνικό ερευνητικό σύστημα παραμένει απομονωμένο σε μεγάλο βαθμό από τον παραγωγικό τομέα. Οι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς και τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν αξιοποιούν εμπορικά τα ερευνητικά αποτελέσματά τους, με συνέπεια να έχουν έναν υπερβολικά χαμηλό αριθμό από κατοχυρωμένες εμπορικές πατέντες για νέα προϊόντα και υπηρεσίες.
Γενικότερα, τονίζεται, ότι οι δεσμοί πανεπιστημίων και επιχειρήσεων παραμένουν αδύναμοι στη χώρα μας. Επισημαίνεται επίσης ότι, λόγω των επιβεβλημένων μέτρων λιτότητας, αρκετοί πεπειραμένοι ερευνητές έχουν συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, ενώ άλλοι νεότεροι επιστήμονες έχουν φύγει στο εξωτερικό.