Η συμφωνία με τους πιστωτές εγκρίθηκε και από τη Γερουσία και θέτει τέλος στη 14ετή δικαστική διαμάχη μεταξύ του Μπουένος Άιρες και των ομολογιούχων οι οποίοι δεν έλαβαν οικειοθελώς μέρος στα «κουρέματα» που ακολούθησαν τη χρεοκοπία του 2001-2002.
Το οριστικό «πράσινο φως» και από τη Γερουσία έλαβε η κυβέρνηση της Αργεντινής ώστε να εφαρμόσει τον ιστορικό διακανονισμό που πέτυχε πριν λίγες εβδομάδες με τους μέχρι πρότινος «απρόθυμους» δανειστές της, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την επιστροφή της χώρας στις αγορές μετά από 15 χρόνια «απουσίας».
Οι Γερουσιαστές ενέκριναν τη συμφωνία με μεγάλη πλειοψηφία, με 54 ψήφους υπέρ έναντι 16 κατά, έπειτα από μαραθώνια συνεδρίαση που διήρκεσε περισσότερες από 12 ώρες.
Η συμφωνία θέτει τέλος στη 14ετή δικαστική διαμάχη μεταξύ του Μπουένος Άιρες και των ομολογιούχων οι οποίοι δεν έλαβαν οικειοθελώς μέρος στα «κουρέματα» που ακολούθησαν τη χρεοκοπία του 2001-2002 και διεκδικούσαν δικαστικά μεγάλες αποζημιώσεις.
Η Γερουσία ήταν το τελευταίο εσωτερικό εμπόδιο που αντιμετώπιζε ο νέος πρόεδρος της Αργεντινής Μαουρίσιο Μάκρι για την εφαρμογή της συμφωνίας, με δεδομένο ότι ο διακανονισμός με τους «απρόθυμους» πιστωτές έχει ήδη επικυρωθεί από την κάτω Βουλή.
Το πέρασμα της συμφωνίας και από τα δύο σώματα της Βουλής – όπου κυριαρχούν δυνάμεις της αντιπολίτευσης – συνιστά μεγάλη πολιτική νίκη για τον πρόεδρο Μάκρι, ο οποίος το φθινόπωρο εξέπληξε τους πάντες όταν κατάφερε να επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές και να θέσει τέλος σε δεκαετίες «περονικής» διακυβέρνησης.
Το «πράσινο φως» από τη Γερουσία επιτρέπει στον κ. Μάκρι να εκδώσει ομόλογα αξίας 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μέρος των οποίων θα διατεθεί για την καταβολή των αποζημιώσεων $4,65 δισεκ. που η Αργεντινή έχει συμφωνήσει να καταβάλει στους «απρόθυμους» πιστωτές.
Ο κ. Μάκρι επιδιώκει την ομαλοποίηση των σχέσεων με τους διεθνείς δανειστές προκειμένου να δρομολογηθεί η επιστροφή της χώρας στις αγορές χρέους και η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων.
Είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο υπερπληθωρισμού και δραστικής μείωσης των δαπανών σε περίπτωση που η Γερουσία δεν ενέκρινε τη συμφωνία.