Οκ. Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής :
Στην θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου γίνεται ευρέως δεκτό -τουλάχιστον κατά την επικρατέστερη άποψη- ότι κατά την μελέτη και την ιστορική, ιδίως, ερμηνεία των διατάξεων ενός δημοκρατικώς θεσπισμένου Συντάγματος θα ήταν εξαιρετικά παρακεκινδυνευμένο να αναζητήσει κανείς, εκτός από πολύ συγκεκριμένες ρυθμίσεις, την καθοριστική επιρροή ορισμένων εκ των πολιτικών παραγόντων τόσο της συντακτικής όσο και της αναθεωρητικής εξουσίας επί ευρέως φάσματος κανόνων δικαίου του εκάστοτε θεσπιζόμενου συνταγματικού κειμένου.
Α. Και τούτο, οπωσδήποτε μεταξύ άλλων, επειδή από την μία πλευρά η ίδια η φύση της συντακτικής και της αναθεωρητικής λειτουργίας καταδεικνύει ότι το έργο τους είναι, οιονεί εκ καταγωγής, συλλογικό, κάτι το οποίο στα δημοκρατικά καθεστώτα αποκλείει την εν προκειμένω «ενός ανδρός αρχή». Από την άλλη δε πλευρά, και αν ακόμη στο στάδιο των προπαρασκευαστικών εργασιών της συντακτικής και της αναθεωρητικής εξουσίας καταφαίνεται, κατά περίπτωση, κάποια ατομική συμβολή των συμμετασχόντων σε αυτές πολιτικών παραγόντων, η ιδιοσυστασία των εργασιών τούτων πιστοποιεί πως το τελικό κανονιστικό αποτέλεσμα είτε απέχει σημαντικά από τις αρχικές προτάσεις των προπαρασκευαστικών εργασιών είτε -όπερ και το συνηθέστερο- προκύπτει μέσα από τις διευρυμένες συζητήσεις τόσο στις αρμόδιες Επιτροπές της Βουλής όσο και στην Ολομέλειά της. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα ήταν ανώφελο και, εν πάση περιπτώσει, εξαιρετικά ασαφές να ανιχνεύσει ο αντικειμενικός μελετητής και την αποφασιστική συμβολή του Κωνσταντίνου Τσάτσου επί συγκεκριμένων διατάξεων του τελικού κειμένου του Συντάγματος του 1975.
Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και υπήρξε ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σύνταξης του Συντάγματος αυτού, και ύστερα μετέσχε ενεργώς στις συνεδριάσεις και στις εκεί συζητήσεις ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, εκ της οποίας προήλθε η οριστική διατύπωση των διατάξεων του κειμένου του. Επομένως το βέβαιο είναι ότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, με την γενικότερη βαθιά και διεισδυτική φιλοσοφικονομική σκέψη του, άσκησε, κυρίως εμμέσως, επιρροή στην θέσπιση ορισμένων εκ των ως άνω διατάξεων, κατ’ ακρίβεια δε στην θέσπιση ενοτήτων τέτοιων διατάξεων. Αυτό προσιδιάζει και προς την όλη επιστημονική συγκρότηση πνευματικών ανθρώπων του διαμετρήματος του Κωνσταντίνου Τσάτσου, δοθέντος ότι εκείνοι είναι οι οποίοι συναισθάνονται, και δη συνειδητώς, τον πραγματικό ρόλο τους στο πεδίο σύνταξης του Συντάγματος ως παραγωγικώς επιβοηθητικό προς ορισμένες πολιτικές και νομικές κατευθύνσεις.
Βεβαίως, και σε ό,τι αφορά το Σύνταγμα του 1975, κατευθύνσεις με προδήλως δημοκρατικό πρόσημο, και μάλιστα υπό το φως των θεμελιωδών αρχών της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Επέκεινα, και με σταθερό υπόβαθρο το credo του Κωνσταντίνου Τσάτσου- όπως τούτο αναδεικνύεται κυρίως στα έργα του «Der Begriff des positiven Rechtes», Heidelberg, 1928, «Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου», τ. Α΄, Αθήνα, 1932 και «Το πρόβλημα των πηγών του δικαίου», Αθήνα, 1941- ασφαλέστερο είναι να αναζητηθούν στο Σύνταγμα του 1975 όχι διατάξεις, οι οποίες δήθεν φέρουν την συντακτική του «σφραγίδα». Αλλά πολύ περισσότερο σύνολα διατάξεων, ενταγμένα καθένα σε οργανωμένο κανονιστικό πλαίσιο, όπου η προμνημονευόμενη σκέψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου είναι ουσιωδώς πρόσφορη προς την κατεύθυνση της ερμηνείας τους κατά το γράμμα τους και, κατ’ εξοχήν, κατά τον σκοπό τους στον χώρο της τελεολογικής ερμηνείας.
Στην βάση αυτών ακριβώς των διαπιστώσεων επέλεξα να αναφερθώ, αυτονοήτως εν συνόψει, ουσιαστικώς μόνο στις κανονιστικές συντεταγμένες ενός εκ των θεσμικών πυλώνων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ήτοι του πυλώνα του Κράτους Δικαίου και της υπό το καθεστώς του ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Την επιλογή μου αυτή αιτιολογεί επιπροσθέτως και το ότι μεγάλο μέρος του, lato sensu, νομικού έργου του Κωνσταντίνου Τσάτσου -αρχής γενομένης από τις μελέτες του που αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω- προσεγγίζει με μεγάλη πληρότητα τις φιλοσοφικονομικές βάσεις του Κράτους Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εντός του πεδίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Για την ευόδωση του εγχειρήματός μου έκρινα ότι το πιο δόκιμο ως προς αυτό κείμενο του Κωνσταντίνου Τσάτσου είναι το: «Πολιτική. Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας» (στην 3η, συμπληρωμένη, έκδοσή του, το 2000, ενώ η 1η έκδοσή του ανατρέχει στο 1965, ήτοι σε εποχή προγενέστερη της έναρξης ισχύος του Συντάγματος του 1975). Πραγματικά, το κείμενο αυτό και είναι το πιο πρόσφατο αναφορικά με τις γενικότερες θέσεις του επί των ως άνω ζητημάτων, αλλά και καθιστά πρόδηλο προσθέτως τούτο: Και στις αμιγώς νομικές αναζητήσεις του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος «πειθαρχεί», κατά την πάγια συνήθειά του, την σκέψη του μέσα στο ευρύτερο πεδίο των εν γένει φιλοσοφικών του -επέκεινα δε και των lato sensu πολιτικών του- θέσεων περί Πολιτείας και περί Κράτους. Άλλωστε η λογική και η φιλοσοφική μεθοδολογική συνέπεια του Κωνσταντίνου Τσάτσου είναι από κατάδηλη έως σχεδόν παροιμιώδης, σε βαθμό μάλιστα ώστε να αρνείται κάθε ουσιώδη υποχώρηση από αυτή, ακόμη και όταν υφίστατο την -δίκαιη ή άδικη δεν έχει τόσο σημασία- κριτική του «άκαμπτου» ή και του «παρωχημένου» πνευματικού ταγού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πιστεύω πως όταν κάποιος επιχειρεί, και με βάση την «Πολιτική», να μελετήσει τις θέσεις του Κωνσταντίνου Τσάτσου περί Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, Κράτους Δικαίου και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε σχέση με τις αντίστοιχες κείμενες διατάξεις του Συντάγματος του 1975 δεν είναι επιτρεπτό να το πράξει μέσα από μία αμιγώς νομική σκοπιά. Διότι σε αυτή την περίπτωση σίγουρα δεν θα βρει εκεί, από αυστηρώς νομική μεθοδολογική έποψη, θέσεις που είτε ανταποκρίνονται ευρέως στο γράμμα των ως άνω συνταγματικών ρυθμίσεων είτε αφίστανται αυτών υπό το πρίσμα της θεωρητικώς επικρατούσας νομικής κριτικής, πολλώ μάλλον όταν, όπως ήδη επεξηγήθηκε, η «Πολιτική» πρωτοεκδόθηκε το 1965, οπότε το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έμεινε σταθερός στο ίδιο κατά βάση κείμενο και στις εκδόσεις του μετά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος του 1975 αποδεικνύει ότι και ο ίδιος δεν θεωρούσε τις απόψεις του αυτές ως ερχόμενες σε αντίθεση προς το κανονιστικό του περιεχόμενο για τ’ ανωτέρω ζητήματα.
Επομένως, ορθότερο είναι να κατανοήσει κανείς προηγουμένως -φυσικά εφόσον αυτό τον ενδιαφέρει ερευνητικώς- το όλο φιλοσοφικονομικό οικοδόμημα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ιδίως περί Πολιτείας και Έννομης Τάξης. Και ύστερα να αναζητήσει όταν πια το οικοδόμημα τούτο εξειδικεύεται από τον εμπνευστή του στις επιμέρους νομικής κατεύθυνσης συνιστώσες του, αν και κατά πόσον αυτές, εν τέλει και έστω κατ’ αποτέλεσμα, συμπλέουν ή, τουλάχιστον, δεν βρίσκονται σε μεγάλη θεωρητική απόσταση από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, ερμηνευόμενες φυσικά κυρίως υπό το φως της τελεολογικής και της ιστορικής ερμηνείας τους. Άλλωστε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προτρέπει τον αναγνώστη και μελετητή της «Πολιτικής» να την προσεγγίσει εν συνόλω, και κατ’ εξοχήν μέσα από το πλαίσιο των φιλοσοφικοπολιτικών ιδεών του περί του «απόλυτου σκοπού της ιστορίας», οι οποίες διατρέχουν το περιεχόμενό της.
Αιτιολογώντας αυτή την προτροπή του ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αναφέρει, χαρακτηριστικώς («Πολιτική», σελ.17) για την πρωταρχική θέση του «απόλυτου σκοπού της ιστορίας» και στο συγκεκριμένο έργο του: «Σήμερα κρατοῦν θεωρίες σχετικιστικές, ποὺ ἀποκρούουν τὴν ἰδέα ἑνὸς ἀπόλυτου σκοποῦ τῆς ἱστορίας, ὅπως τὴν ἀναπτύσσομε στὸ πρῶτο κεφάλαιο καὶ ἑπομένως ἑνὸς ἀπόλυτου σκοποῦ καὶ τῆς πολιτείας. Ἀποκρούουν δηλαδὴ τὸ θεμέλιο ἀπάνω στὸ ὁποῖο ἡ μελέτη αὐτὴ ὁλόκληρη οἰκοδομεῖται. Ἡ ἄρνηση ὅμως τοῦ ἀπόλυτου αὐτοῦ σκοποῦ ματαιώνει κάθε πολιτικὴ δεοντολογία ἀντικειμενικοῦ κύρους, δηλαδὴ αὐτὸ ἀκριβῶς στὸ ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ παροῦσα μελέτη. Ἀνήκω στοὺς λίγους ποὺ πιστεύουν πὼς ὑπάρχει μιὰ μεθοδολογία τοῦ ὀρθῶς πολιτικῶς σκέπτεσθαι, διότι ὑπάρχει καὶ ἕνας σταθερὸς ἀπόλυτος σκοπὸς πρὸς τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ κατευθύνεται ἡ πολιτικὴ πράξη, ὅσο θέλομε νὰ ἔχη νόημα καὶ ἀξία ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.»
Οι βασικές κανονιστικές συνιστώσες του Κράτους Δικαίου ως πυλώνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας κατά το Σύνταγμα του 1975
Είναι οιονεί αυτονόητο ότι η κατά τα ως άνω μελέτη των φιλοσοφικονομικών θέσεων του Κωνσταντίνου Τσάτσου περί του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1975, μπορεί να καταστεί ερευνητικώς, και κυρίως μεθοδολογικώς, καταλλήλως εφικτή μόνον ύστερα από μια, σαφώς συνοπτική, παράθεση των κυριότερων δεδομένων των ισχυουσών περί τούτων βασικών συνταγματικών διατάξεων. Δηλαδή των διατάξεων του Συντάγματος του 1975 που διέπουν την οργάνωση και την λειτουργία αφενός της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και, αφετέρου, του Κράτους Δικαίου και της θεμελιώδους κανονιστικώς απόληξής του, ήτοι της Αρχής της Νομιμότητας. Πρόκειται ιδίως για τις διατάξεις που προσδιορίζουν την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας με θεμέλιο την Λαϊκή Κυριαρχία κατά το άρθρο 1, την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών κατά το άρθρο 26 και την Αρχή του Κράτους Δικαίου και της Νομιμότητας, κατά βάση στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 25 και την εκεί ευθεία σύνδεσή τους με τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Με έρεισμα το σύμπλεγμα των διατάξεων τούτων του Συντάγματος του 1975 παρατηρούνται τα ακόλουθα ως προς την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και την Αρχή της Νομιμότητας, διευκρινίζοντας, για μιαν ακόμη φορά, ότι το επίκεντρο των ως άνω παρατηρήσεων προσαρμόζεται σε εκείνα τα κανονιστικά δεδομένα των προεκτεθεισών διατάξεων, όπου είναι νομικώς επιτρεπτό αυτές να συνδεθούν με τις σχετικές φιλοσοφικονομικές θέσεις του Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Οι θεμελιώδεις θεσμικές βάσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας
