Μίλησε για εκείνους που τον καλούσαν να παραιτηθεί και οδήγησαν στα γεγονότα της παρέλσης της 28ης Οκτωβρίου του 2011, στη Θεσσαλονίκη – Για πρώτη φορά, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε αναγκαστεί να αποχωρήσει, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι τον αποκαλουσαν «προδότη»
«Η περίοδος 2010 – 2015 ήταν η δυσκολότερη από την εποχή της μεταπολίτευσης. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Η οικονομική κρίση συνεπέφερε και κρίση των πολιτικών θεσμών ή, πιο ακριβόλογα, κρίση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς. Από την πολεμική εκείνων των ημερών δεν έμεινε άθικτο ούτε το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ενός Προέδρου, που όπως όλοι οι στενοί του συνεργάτες πολύ καλώς θυμόμαστε, ήταν τη περίοδο εκείνη συντετριμμένος από το μέγεθος της κρίσης και των μέτρων.
Υπήρξαν τότε πολλοί που τον καλούσαν, υπό το κράτος της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, σε εξωθεσμικές ενέργειες ή, έστω, δηλώσεις. Ο Πρόεδρος Παπούλιας δεν ενέδωσε, μολονότι γνώριζε καλώς ότι αυτή του η στάση θα τον καθιστούσε, σε μία τουλάχιστον μερίδα των συμπολιτών μας, αντιδημοφιλή. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί από έναν ανορθολογικό, και πάνω από όλα ασύμβατο με το πολιτειακό του αξίωμα, συναισθηματισμό. Αδιαφορώντας δε για τη δημοφιλία του, διαφύλαξε, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη για την πατρίδα μας περίοδο, το κύρος του θεσμού που με αίσθημα καθήκοντος υπηρέτησε», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως είναι γνωστό, ένα από τα «αιτήματα» των αγανακτισμένων εκείνης της εποχής ήταν η παραίτηση Παπούλια , με το σκεπτικό ότι με αυτό τον τρόπο η χώρα θα οδηγείτο σε προώρες εκλογές που θα έφερναν στην εξουσία τις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις εκείνης της περιόδου – και αυτό, παρά το γεγονός ότι το Συνταγμα δεν προβλέπει κατι τέτοιο σε περίπτωση παραίτησης του προέδρου της Δημοκρατίας.
Ολόκληρος ο επικήδειος του Κωνσταντίνου Μηχιώτη έχει ως εξής
Ο Κάρολος Παπούλιας, τον οποίο σήμερα με αισθήματα βαθύτατης οδύνης αποχαιρετούμε, ήταν σε όλους γνωστός για τη λιτότητα των τρόπων, τη δωρικότητα της έκφρασης, την ευγένεια και την προσήνεια του στις συναναστροφές. Ταυτόχρονα όμως υπήρξε και ένας άνθρωπος βαθύτατης πνευματικής καλλιέργειας, ελληνικής και ευρωπαϊκής. Ευαίσθητος αλλά και πάντοτε αισιόδοξος, γενναίος, αποφασιστικός.
Τούτα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του Προέδρου Παπούλια, είχαν τις ρίζες τους στην αλληλουχία εντάσεων, κακουχιών και οραμάτων με τα οποία ήταν αρρήκτως συνυφασμένη η εφηβική και νεανική του ηλικία. Και τον συνόδευσαν ως το τέλος. Το επαναστατικό και ρομαντικό πνεύμα του Ηπειρώτη εφήβου που βγήκε στο αντάρτικο για να πολεμήσει τον ναζισμό και η θέληση και επιμονή του νεαρού πρωταθλητή του άλματος επί κοντώ, συμπληρώθηκαν από την αυστηρά πειθαρχημένη επιστημονική σκέψη του διδάκτορα του συγκριτικού δικαίου του Πανεπιστημίου της Κολωνίας και την πραγματιστική προσέγγιση του διαχρονικού μελετητή των διεθνών σχέσεων.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου βρήκε τον Πρόεδρο Παπούλια στην Γερμανία. Αναβίωσε τότε μέσα του το εφηβικό πνεύμα της αντίστασης · οργανώθηκε, αμέσως, στην πάλη για την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, ανάλωσε όλες του τις δυνάμεις προς τον σκοπό αυτό. Ποτέ δεν λησμόνησε τους συναγωνιστές του των χρόνων εκείνων. Την ίδια περίοδο ήρθε σε άμεση επαφή με τα ρεύματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση, ήταν ήδη εφοδιασμένος με αποκρυσταλλωμένες θέσεις. Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ.
Η αποκατάσταση των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων – υποστήριζε – δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί δίχως την ύπαρξη θεσμικών εγγυήσεων που διέπουν μία σύγχρονη ευνομούμενη πολιτεία. H σοσιαλιστική αφετηρία της πολιτικής του σκέψης ουδέποτε απομακρύνθηκε από τις αναφορές της στην έννοια του κράτους δικαίου, όπως αυτό ήταν κατοχυρωμένο στα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Προς τον σκοπό αυτό, αναγκαία έκρινε τόσο την εμπέδωση κλίματος συναίνεσης, απαραίτητου για την ομαλή λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, όσο και την καταπολέμηση του μικροκομματισμού. Η επί εκοσιεπτά (27) συναπτά έτη θητεία του ως βουλευτή Ιωαννίνων ήταν απαλλαγμένη των στερεοτύπων τα οποία συνήθως – δικαίως ή αδίκως – αποδίδονται στους επαγγελματίες της πολιτικής. Ούτε ναρκισσισμός, ούτε επικοινωνιακές μεθοδεύσεις, ούτε ανέξοδες πελατειακές υποσχέσεις. Ουδέποτε επιτέθηκε, επί προσωπικού, σε πολιτικό του αντίπαλο. Δεν τον θυμάται κανείς να διαπληκτίζεται. Έριχνε πάντοτε τους τόνους, αναζητώντας σημεία συνάντησης ή έστω συνεννόησης.
Κατά την μακρά του θητεία ως Υπουργού των Εξωτερικών, στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, επεδίωξε τόσο την εδραίωση της Ελλάδας ως ισχυρού πόλου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική, όσο και την αναζήτηση συμμαχιών, εντός του πλαισίου μίας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, δίχως βέβαια να τίθεται υπό αμφισβήτηση ο ευρωπαϊκός και δυτικός προσανατολισμός της χώρας. Οι σχέσεις με την Τουρκία, ο Κυπριακός Ελληνισμός αλλά και η Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία ήταν πάντα στον πυρήνα του ενδιαφέροντος και των αγωνιών του.
Η εκλογή του ως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας το 2005, αποτέλεσε το αποκορύφωμα – συγχρόνως όμως και τη δικαίωση – του ενωτικού πνεύματος που ενσάρκωνε σε όλη του τη πολιτική διαδρομή. Τα στοιχεία της προσωπικότητας του, η αυθεντικότητα, η λιτότητα και η συναίσθηση του χρέους κατά την ενάσκηση του ανώτατου πολιτειακού λειτουργήματος άφησαν, από πολύ νωρίς, τη σφραγίδα τους. Δεν είναι εδώ ο χώρος να αναφερθούμε εκτενώς ούτε στις καίριες κατ’ιδίαν παρεμβάσεις του, ούτε στον απέριττο τρόπο με τον οποίο διαβίωνε ως Πρόεδρος, διδάσκοντας έτσι με το παράδειγμά του. Ας θυμηθούμε μόνο ότι η γιορτή της 24ης Ιουλίου στο Προεδρικό Μέγαρο, αποδόθηκε σε αυτούς που πραγματικά τούς ανήκει, τους αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα.
Και εάν η πρώτη προεδρική θητεία τού εξασφάλισε καθολική αναγνώριση, δεν συνέβη ακριβώς το ίδιο και με τη δεύτερη. Η περίοδος 2010 – 2015 ήταν η δυσκολότερη από την εποχή της μεταπολίτευσης. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Η οικονομική κρίση συνεπέφερε και κρίση των πολιτικών θεσμών ή, πιο ακριβόλογα, κρίση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς. Από την πολεμική εκείνων των ημερών δεν έμεινε άθικτο ούτε το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ενός Προέδρου, που όπως όλοι οι στενοί του συνεργάτες πολύ καλώς θυμόμαστε, ήταν τη περίοδο εκείνη συντετριμμένος από το μέγεθος της κρίσης και των μέτρων. Υπήρξαν τότε πολλοί που τον καλούσαν, υπό το κράτος της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, σε εξωθεσμικές ενέργειες ή, έστω, δηλώσεις. Ο Πρόεδρος Παπούλιας δεν ενέδωσε, μολονότι γνώριζε καλώς ότι αυτή του η στάση θα τον καθιστούσε, σε μία τουλάχιστον μερίδα των συμπολιτών μας, αντιδημοφιλή. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί από έναν ανορθολογικό, και πάνω από όλα ασύμβατο με το πολιτειακό του αξίωμα, συναισθηματισμό. Αδιαφορώντας δε για τη δημοφιλία του, διαφύλαξε, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη για την πατρίδα μας περίοδο, το κύρος του θεσμού που με αίσθημα καθήκοντος υπηρέτησε.
Τούτες τις στιγμές η σκέψη όλων μας, στρέφεται στην αγαπημένη του οικογένεια, στην Μαίη, στην Φανή, στην Βίκυ, στην Άννα, στις εγγονές του. Είμαστε βέβαιοι ότι η οδύνη τους, θα απαλύνεται κάπως από ένα αίσθημα βαθιάς περηφάνειας. Το ίδιο ακριβώς αίσθημα παρηγορεί και εμάς, όσους είχαμε την τιμή να μας περιβάλει, για πολλά χρόνια, με τη φιλία και την εμπιστοσύνη του.
Το πνεύμα της εθνικής ενότητας και σύνεσης, με το οποίο ο Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας ταύτισε τη πολιτική του διαδρομή, ας είναι η και παρακαταθήκη του για το μέλλον.