Η Ελλάδα εξέρχεται από την εποπτεία στην οποία εισήλθε μετά τη «διάσωση» και η κυβέρνηση και οι πιστωτές προβάλλουν την έξοδο ως το τέλος μιας σκοτεινής εποχής, που προκάλεσε βαθιά τραύματα στην οικονομία και την κοινωνία.
Με σημερινό της άρθρο στην ευρωπαϊκή διαδικτυακή πολιτική επιθεώρηση Politico, η Νεκταρία Σταμούλη γράφει για τη συγκρατημένη αισιοδοξία που αισθάνεται μία χώρα, η οποία υπέφερε όσο λίγες άλλες από την οικονομική κρίση των τελευταίων 15 ετών, μπροστά στην επικείμενη έξοδό της από την ενισχυμένη εποπτεία που της επιβλήθηκε.
«Στις 20 Αυγούστου, η Αθήνα τερματίζει επίσημα το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας που ακολούθησε τα τρία back-to-back προγράμματα διάσωσης από το 2010 έως το 2018. Η κίνηση αυτή στέλνει ένα μήνυμα προς τους επενδυτές και τις αγορές ότι η Ελλάδα έχει ξεπεράσει το πρόβλημα [και] βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα», σύμφωνα με τον Γιώργο Παγουλάτο, επικεφαλής του think tank του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής στην Αθήνα.
«Μετά από 12 χρόνια, ένα δύσκολο κεφάλαιο για τη χώρα μας φτάνει στο τέλος του», ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Χρήστος Σταϊκούρας σε δήλωσή του την περασμένη εβδομάδα, προσθέτοντας ότι αυτό θα επιτρέψει στη χώρα μεγαλύτερη ελευθερία στη χάραξη οικονομικής πολιτικής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε την ικανοποίησή της για τα επιτεύγματα της Ελλάδας και τη δέσμευσή της να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας.
«Όμως, οι τίτλοι και οι επικεφαλίδες δεν αποτυπώνουν το γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αγωνίζεται να ξεπεράσει πολλές από τις αδυναμίες που επιβαρύνουν την ανάπτυξή της εδώ και δεκαετίες», λένε οι αναλυτές. Αδυναμίες που καθιστούν την οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη στους νέους κλυδωνισμούς που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση και τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, που ελλοχεύουν πάνω από την ευρωζώνη.
«Ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 29 ετών, ενώ οι μισθοί εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλοί», επισημαίνει ο Wolfango Piccoli, συμπρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Teneo. «Υπάρχουν νέες οικονομικές προκλήσεις, που παραγκωνίζονται εντελώς αυτή τη στιγμή. Το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων επικεντρώνεται στην πραγματική οικονομία και όχι σε τεχνικά ζητήματα».
Η οικονομία της Ελλάδας έχει ανακάμψει από την εποχή της κρίσης. Το ποσοστό ανεργίας, το οποίο κατά τη διάρκεια της κρίσης έφτασε το εντυπωσιακό 28%, είναι τώρα στο 12,5%. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021 και η Επιτροπή αναμένει ότι θα αυξηθεί κατά 4% το 2022 και κατά 2,4% το 2023.
Ωστόσο, με τις νέες παγκόσμιες συνθήκες, ο πληθωρισμός ανέρχεται στο 11,5%, καθιστώντας το κόστος ζωής σχεδόν αφόρητο για πολλούς Έλληνες.
Η Ελλάδα υστερεί επίσης σε σχέση με τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες στην προσφορά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
«Επιπλέον, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να προωθήσει η Αθήνα στο πλαίσιο των συμφωνιών διάσωσης, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ορισμένες από τις μεγαλύτερες διαρθρωτικές προκλήσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται η τεράστια γραφειοκρατία, ιδίως στο νομικό σύστημα, και η χρόνια φοροδιαφυγή. Αντί να διαφοροποιήσει την οικονομία της, η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό. Και η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων -συνήθως μικρές επιχειρήσεις- θεωρούνται αφερέγγυες.
»Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα εξακολουθεί να φέρει την αμφιλεγόμενη ιδιαιτερότητα ως το μόνο μέλος της ευρωζώνης του οποίου το δημόσιο χρέος έχει κακή αξιολόγηση, παρόλο που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι η χώρα θα μπορούσε να αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας το πρώτο εξάμηνο του 2023», επισημαίνει η αρθρογράφος.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει από τα πιο ακριβά στην ευρωζώνη, αντανακλώντας την αίσθηση των επενδυτών ότι εξακολουθεί να απαιτείται ένα βαρύ ασφάλιστρο για την κατοχή των κρατικών ομολόγων της. Την Τρίτη, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της χώρας ήταν 3,26%, σε σύγκριση με το 3,07% για την Ιταλία, η οποία μαστίζεται από πολιτικές αναταραχές. Αυτό είναι πολύ πάνω από το εξαιρετικά ασφαλές γερμανικό ομόλογο, που βρίσκεται στο 0,94%.
Στροφή 180 μοιρών;
«Το ελληνικό χρέος γίνεται όλο και πιο ακριβό από το περασμένο φθινόπωρο, με την τάση αυτή να επιδεινώνεται από τα βήματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς τη σύσφιξη της πολιτικής της φέτος. Παρ’ όλα αυτά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι ήταν στα μέσα Ιουνίου, όταν εκτοξεύτηκε στο 4,69%.
Η μεταγενέστερη υπόσχεση της ΕΚΤ να αναπτύξει ένα νέο «εργαλείο» αγοράς ομολόγων για την άμβλυνση του κόστους δανεισμού στα πιο υπερχρεωμένα μέλη της ευρωζώνης -κυρίως στην Ιταλία- έχει αμβλύνει κάποια από αυτή την πίεση», παρατηρεί η κυρία Σταμούλη.
Το εργαλείο, που ονομάστηκε Transmission Protection Instrument (TPI), «έχει σταθεροποιητικό αποτέλεσμα και προσφέρει ένα στήριγμα για κάθε οικονομία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κρίση, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας», δήλωσε ο Παγουλάτος.
Επιπλέον, οι διακυμάνσεις των αποδόσεων των ομολόγων δεν έχουν συντριπτικό αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας.
Το χρέος της -το οποίο ανέρχεται σε 350 δισ. ευρώ- ρυθμίζεται με ένα περιορισμένο επιτόκιο, σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος διάσωσης, και περίπου το 70% αυτών των υποχρεώσεων οφείλονται σε δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, βάσει μακροπρόθεσμων χρονοδιαγραμμάτων αποπληρωμής, και όχι σε ιδιώτες επενδυτές.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η Αθήνα έχει εφαρμόσει πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις, μεταξύ άλλων στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, στην αγορά εργασίας και στη φορολογική διακυβέρνηση.
Ορισμένα από καιρό προγραμματισμένα μέτρα παραμένουν σε εκκρεμότητα, αλλά παρατείνονται έως τον Οκτώβριο, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της προόδου σε ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις, της εκκαθάρισης των καθυστερούμενων συντάξεων και της θέσης σε πλήρη λειτουργία του συστήματος της εφορίας.
Η Ελλάδα είναι επίσης μεταξύ των μεγαλύτερων δικαιούχων μέσω του ταμείου της ΕΕ για την ανάκαμψη από την πανδημία και πρόκειται να λάβει έως και 17,8 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια. Το πρόγραμμα RRF της χώρας ορίζει ότι το 37,5% του σχεδίου θα στηρίξει πράσινες επενδύσεις και το 23,3% θα κατευθυνθεί προς την ψηφιακή μετάβαση.
Τα χρόνια της κρίσης
Παρά την πρόοδο, πολλοί οικονομολόγοι λένε τώρα ότι το μακροπρόθεσμο κόστος των προγραμμάτων διάσωσης -τα οποία διοχέτευσαν δάνεια ύψους περίπου 290 δισ. ευρώ από την Επιτροπή, την ΕΚΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- προκάλεσε πληγές που είναι αισθητές ακόμη και σήμερα. Τα μέτρα λιτότητας που επέβαλαν οι πιστωτές, κυρίως με τη μορφή απότομων περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες και συντριπτικών φόρων, ανήλθαν σε 72 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Η ΕΕ έμαθε πολλά στο “εργαστήριο” της ελληνικής κρίσης και αυτό της επέτρεψε να αντιδράσει ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στις μελλοντικές προκλήσεις», δήλωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος κατείχε ανώτερους ρόλους στην ελληνική κυβέρνηση μεταξύ 2011 και 2015, μεταξύ άλλων ως αναπληρωτής πρωθυπουργός, κατά τη διάρκεια της κρίσης διάσωσης. «Οι δανειστές επέδειξαν αλληλεγγύη αλλά και τιμωρητική στάση».
Το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε από 355,9 δισ. δολάρια το 2008 σε 188,7 δισ. δολάρια το 2020 και τώρα αρχίζει να αυξάνεται και πάλι σε περίπου 216,4 δισ. δολάρια το 2021. Η οικονομική ύφεση άφησε τους Έλληνες εξαντλημένους, θυμωμένους και απογοητευμένους. Σχεδόν μισό εκατομμύριο έφυγε για τον πιο εύπορο ευρωπαϊκό βορρά και λίγοι επέστρεψαν.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο, υποστήριξε ο Άλβαρο Σάντος Περέιρα, διευθυντής του ΟΟΣΑ για τις μελέτες χωρών, αλλά έχει ακόμη πολλά να κάνει για να φτάσει τους ομολόγους της.
Για παράδειγμα, είπε, «σχεδόν 15 χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι τράπεζες της Ελλάδας μόλις τώρα επαναφέρουν το ποσοστό των κόκκινων δανείων τους σε μονοψήφιο ποσοστό, επιτρέποντάς τους να αρχίσουν να παρέχουν τη χρηματοδότηση που είναι απαραίτητη για νέες επενδύσεις».
Μεταξύ των αναλυτών, τα πακέτα διάσωσης θα παραμείνουν ένα αμφιλεγόμενο θέμα για τα επόμενα χρόνια.
«Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν τα πακέτα διάσωσης ήταν επιτυχή», δήλωσε ο Piccoli από την Teneo. «Η οικονομία ανακάμπτει, αλλά εν τω μεταξύ αναδύονται οι συνήθεις αδυναμίες. Η ανησυχία είναι ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά από άποψη δομής».