Οσοι έχουν περάσει ατελείωτες ώρες της ζωής τους «λιώνοντας» μπροστά στην οθόνη, με το χειριστήριο να έχει γίνει προέκταση του χεριού τους, θα έπρεπε να τον μνημονεύουν κάθε φορά που παίζουν ένα video game. Ο Ραλφ Μπάερ είναι ο άνθρωπος που οραματίστηκε το πώς θα μπορούσε να… βάλει ένα παιχνίδι σε μία οθόνη και το πραγματοποίησε. Ολα ξεκίνησαν όμως με έναν απίθανο τρόπο.
Ο Μπάερ άφησε την τελευταία του πνοή το περασμένο Σάββατο, στα 92 του χρόνια. Ηταν ο άνθρωπος που εφηύρε την πρώτη κονσόλα video game. Και όταν τον ρωτούσαν πώς ξεκίνησαν όλα, εκείνος απαντούσε «με μία βόλτα στο μετρό».
Ο γεννημένος στη Γερμανία Μπάερ, που μεγάλωσε στις ΗΠΑ, πήγαινε στη δουλειά του, σε ένα εργοστάσιο, ένα πρωινό του 1938. Ο επιβάτης που καθόταν απέναντί του διάβαζε ένα περιοδικό. Στο οπισθόφυλλο υπήρχε μία διαφήμιση από το Εθνικό Ραδιοφωνικό Ινστιτούτου στην Ουάσιγκτον. «Βγάλτε πολλά λεφτά μέσα από τις υπηρεσίες για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο» έγραφε. «Υποθέτω ότι χτύπησε ένα καμπανάκι μέσα μου. Ελεγε για εμένα. Αμέσως γράφτηκα και πλήρωνα περίπου 1,25 δολάρια, από τον εβδομαδιαίο μισθό των 12, για αυτά τα μαθήματα», είχε θυμηθεί ο Μπάερ σε παλιότερη συνέντευξη.
Οταν ολοκλήρωσε τα μαθήματα, εγκατέλειψε το εργοστάσιο και άρχισε να δουλεύει σαν τεχνικός σε ένα κατάστημα ραδιοφώνων στη Νέα Υόρκη. Εκεί έμαθε πώς να επιδιορθώνει τηλεοράσεις. Το 1943 στρατολογήθηκε και πέρασε τρία χρόνια στο εξωτερικό εκπαιδεύοντας στρατιώτες για τις ΗΠΑ. Στον ελεύθερο χρόνο του μάθαινε άλγεβρα, μέσω αλληλογραφίας. Οταν έγινε 24, ήθελε να πάει σε σχολή, αλλά δεν διέθετε τα φόντα για να γραφτεί σε κάποια της Νέας Υόρκης, καθώς δεν μπορούσε να πάρει τα σχολικά του έγγραφα από τη Γερμανία.
Τελικά, μία άλλη διαφήμιση έπαιξε ξανά το ρόλο της, αλλάζοντας τη ζωή του. Βρήκε μία μικρή σχολή στο Σικάγο, το Αμερικανικό εργαστήριο τεχνολογίας, από όπου κατάφερε να αποφοιτήσει σε λιγότερο από 2,5 χρόνια και πήρε το πτυχίο του το 1949, όπως αναφέρει η Washington Post.
Εργάστηκε για αρκετές εταιρείες δουλεύοντας σε διάφορα πρότζεκτ, από συσκευές αποτρίχωσης μέχρι χειρουργικό εξοπλισμό, ραντάρ ή μηχανήματα που επέτρεπαν στην κυβέρνηση να παρακολουθεί τους Ρώσους στο ανατολικό Βερολίνο.
Το 1951, όταν οι περισσότεροι ακόμη δεν είχαν τηλεόραση στο σπίτι τους, εκείνος άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να παίξει κανείς παιχνίδια στην οθόνη. Το ανέφερε στον αρχιμηχανικό της Loral, μία εταιρεία στρατιωτικού ηλεκτρονικού εξοπλισμού, στην οποία εργαζόταν τότε. «Και βέβαια μου έδωσε την αναμενόμενη απάντηση. ”Ποιος χρειάζεται κάτι τέτοιο;”». Τελικά παραιτήθηκε, όταν δεν του έκαναν αύξηση και του είπαν «τόσα αξίζεις».
Ξαφνικά, μία ημέρα το 1966, ενώ καθόταν στο πεζοδρόμιο περιμένοντας ένα συνάδελφό του, του ήρθε η ιδέα για το πώς μπορεί να παίξει παιχνίδια στην τηλεόραση. Εκείνη την εποχή δούλευε σε μία άλλη εταιρεία στρατιωτικού ηλεκτρονικού εξοπλισμού, την Sanders Associates και άρχισε να πειραματίζεται. Λίγες ημέρες αργότερα, είχε φτιάξει τα σχέδια και έβαλε έναν τεχνικό της εταιρείας να φτιάξει το πρωτότυπο.
«Ηταν ουσιαστικά μία επίδειξη του πώς να βάλει ένα σημείο στην οθόνη, να το μετακινείς προς όλες τις κατευθύνσεις και να χρωματίζεις είτε αυτό, είτε το φόντο», είχε πει. Βρήκε έναν παλιό συνάδελφό του και άρχισαν να σκέφτονται τι παιχνίδια θα μπορούσαν να παίξουν. «Οπότε, βάλαμε δύο τελείες στην οθόνη, που κυνηγούσαν η μία την άλλη και έσβηναν τη δεύτερη μόλις την ακουμπούσαν».
Στην ομάδα προστέθηκε ο Γουίλιαμ Ρους και πρότεινε μία τρίτη τελεία να ελέγχεται από το μηχάνημα. «Μόλις το είπε, ξέραμε αμέσως την απάντηση: παιχνίδια με μπάλα έπρεπε να σχεδιάσουμε. Μόλις φτιάξαμε το παιχνίδι πινγκ πονγκ, ξέραμε ότι είχαμε κάτι».
Το πρωτότυπο, το «Brown Box» δεν ενθουσίασε καμία από τις εταιρείες που κατασκεύαζαν τηλεοράσεις, όπως η General Electric, η Motorola και η Zenith. Τελικά η Sanders, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν ο Μπάερ, έδωσε τελικά άδεια για την τεχνολογία Magnavox, και το κυκλοφόρησε το 1972. το όνομά του ήταν «Magnavox Odyssey» και το παιχνίδι που περιελάμβανε ήταν το Pong. Τα υπόλοιπα, είναι ιστορία.