Ξύπνημα από το χάραμα, σκληρές συνθήκες εργασίας, κούραση… Οι δυσκολίες της αγροτικής ζωής είναι τέτοιες, που οι προηγούμενες γενιές της γύρισαν την πλάτη συνειδητά. Οι επιστήμονες όμως έχουν άλλη άποψη. Θεωρούν ότι το ανθρώπινο είδος… τεμπέλιασε από τη στιγμή που άρχισε να καλλιεργεί τη γη και αυτό έκανε το σκελετό του πιο εύθραυστο.
Πριν από αυτό, οι άνθρωποι κυνηγούσαν και συνέλεγαν κάθε κομματάκι τροφής που κατανάλωναν. Κάτι που σημαίνει ότι ήταν ακόμη πιο δραστήριοι. Η μετάβαση στην καλλιέργεια της γης έδωσε στους ανθρώπους την ενέργεια και το χρόνο που χρειάζονταν για να δημιουργήσουν την κοινωνία όπως είναι σήμερα. Αλλά σύμφωνα με δύο νέες μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο Proceedings of the Natural Academy of Sciences, υπήρξαν και συνέπειες. Η καλλιέργεια της γης έδωσε στην ανθρωπότητα μία πιο σταθερή πηγή τροφής, αλλά επίσης έδωσε στο ανθρώπινο είδος και πιο αδύναμους σκελετούς
Τα οστά είναι λιγότερο πυκνά από εκείνα των Μεγάλων πιθήκων, με τους οποίους έχουμε κάποιους κοινούς προγόνους. Ο σπογγώδης ιστός- το εσωτερικού του οστού- εκεί που σχηματίζονται οι σύνδεσμοι είναι λιγότερο πυκνός στους σύγχρονους ανθρώπους, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Στην πρώτη μελέτη η ομάδα εξέτασε κυκλικές διατομές επτά οστών σε συνδέσμους των άνω και κάτω άκρων χιμπατζήδων, ουραγκοτάγκων και μπαμπουίνων. Επίσης, εξέτασαν τα ίδια οστά του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και των πρώτων σύγχρονων ανθρώπων, όπως και Νεάτερνταλ, Παρανθρώπου, και αυστραλοπιθήκων. Τα συμπεράσματα επιβεβαίωσαν τις υποψίες τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος είχε 50-75% μικρότερη πυκνότητα οστού από τους χιμπαντζήδες.
Επίσης ανακάλυψαν ότι έως και πριν από 12.000 χρόνια, ο ανθρώπινος σκελετός ήταν πολύ πιο πυκνός. Είναι περίπου η περίοδος που ο άνθρωπος άρχισε να καλλιεργεί τη γη, όπως αναφέρει η Washington Post.
Στη δεύτερη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν το σπογγώδη ιστό αγροτών που έζησαν πριν από περίπου 1.000 χρόνια με εκείνους που είχαν ζήσει στην ίδια περιοχή νωρίτερα, κυνηγώντας και συλλέγοντας την τροφή τους.
Η διαφορά πυκνότητας του οστού έδειξε ότι οι κυνηγοί διατήρησαν εκείνη των πιθηκοειδών γιατί περπατούσαν περισσότερο. Επειδή τα αντικείμενα της έρευνας είχαν περίπου την ίδια διατροφή, οι ερευνητές δεν θεωρούν ότι μπορεί σε αυτό να οφείλεται η διαφορά.