Προληπτικό καμπανάκι από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα ότι η αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει επιτυχώς διαφορετικά η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να αντέξει το 2016 να επαναληφθεί το σκηνικό του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Η παρέμβαση του κ. Στουρνάρα έρχεται λίγα 24ωρα πριν παραδοθεί στα χέρια των δανειστών η πρόταση της Αθήνας για το ασφαλιστικό που θεωρείται κυρίως από το ΔΝΤ η κομβικότερη μεταρρύθμιση ώστε να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση.
Σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει πως «σήμερα δεν νοείται νέα οπισθοδρόμηση» και καλεί την κυβέρνηση να εφαρμόσει τη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με τους εταίρους και τη Βουλή να συμβάλλει στην ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου με το οποίο υλοποιείται αυτή η συμφωνία, δηλαδή να ψηφίσει τα μέτρα.
«Μια ενδεχόμενη αποτυχία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά επαναφέροντας στη μνήμη την αρνητική εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015. Επανάληψης αυτής της εμπειρίας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους που δύσκολα θα τους αντέξει αυτή τη φορά η ελληνική οικονομία» προειδοποιεί ο κ. Στουρνάρας .
Αναφερόμενος ειδικότερα στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές, ο κ. Στουρνάρας στέκεται ιδιαίτερα στα «αγκάθια» της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και της φορολόγησης των αγροτών, τονίζοντας ότι οι εν λόγω δράσεις είναι «απαραίτητες» για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και για τη δικαιοσύνη μεταξύ κοινωνικών ομάδων.
Ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει πως η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι το κλειδί για την επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, την χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας αλλά και την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Επισημαίνει δε πως δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ των κερδών που θα φέρει η επιτυχής συνέχιση του προγράμματος και της «αποσταθεροποίησης» που θα προκύψει σε περίπτωση αποτυχίας. Αναφέρει ενδεικτικά ότι το πρώτο εξάμηνο του 2015 καταγράφηκε το 40% των εκροών καταθέσεων της τελευταίας εξαετίας, ενώ αντίθετα από τον Ιούλιο έχουν επιστρέψει αποταμιεύσεις περίπου 2 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του ότι για μια σειρά λόγους πχ προσφυγικό, τρομοκρατία , Brexit, και τις ανοιχτές διαφωνίες Κομισιόν και ΕΚΤ, τώρα η ΕΕ είναι πολύ λιγότερο σε θέση να αντιμετωπίσει μια νέα ελληνική κρίση.
Παραθέτει αναλυτικά τους λόγους και καταλήγει ότι όλα αυτά «καθιστούν άκρως επικίνδυνη μια ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup και μεταφορά τους σε συμβούλιο κορυφής».