Προκόπης Παυλόπουλος: Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας σχεδίαζε παρεμβάσεις, πάντοτε σε συνεννόηση με τον Αλέξη Τσίπρα, με τον οποίο διατηρούσε μια ειλικρινή πολιτική και προσωπική σχέση
Ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος στις 14 Μαρτίου παραδίδει τη σκυτάλη της Προεδρίας της Δημοκρατίας στην πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, κλήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του να διαχειριστεί μεγάλα εθνικά ζητήματα σεβόμενος πάντα τα όρια του συνταγματικού του ρόλου.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Κυπριακό αλλά και οι διεργασίες που οδηγήσαν στη Συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό.
Το ιστορικό ίχνος μιας Προεδρίας
Πόση εξουσία διαθέτει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Πολλοί εκτιμούν ότι το αξίωμα είναι διακοσμητικό, μια που το Σύνταγμα δεν εξοπλίζει τον Πρόεδρο με εκτελεστικές αρμοδιότητες. Ως εκ τούτου, η εξουσία της Προεδρίας είναι συμβολική. Οι πιο υποψιασμένοι, όμως, γνωρίζουν ότι το φαινόμενο της εξουσίας εκδηλώνεται κυρίως μέσα από τη διαχείριση των συμβόλων. Και ποιο σύμβολο μπορεί να είναι πιο ισχυρό σε μια Δημοκρατία από την Προεδρία της Δημοκρατίας; Μια προσωπικότητα με γνώση και εμπειρία μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελος της χώρας το κύρος και την ακτινοβολία του θεσμού. Αυτή η προσέγγιση αποδίδει τις σκέψεις των φίλων του Προκόπη Παυλόπουλου για τον ρόλο του κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο κ. Παυλόπουλος, ανεξάρτητα από τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες που εισέπραξε λόγω της συμμετοχής του στις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή (2004-2009), ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας σχεδίαζε παρεμβάσεις, πάντοτε σε συνεννόηση με τον Αλέξη Τσίπρα, με τον οποίο διατηρούσε μια ειλικρινή πολιτική και προσωπική σχέση.
Οσοι έχουν παρακολουθήσει τη θητεία του λένε ότι ο κ. Παυλόπουλος δεν έμεινε στο «γράμμα του Συντάγματος» και δεν δίστασε να προωθήσει τις θέσεις του για κορυφαία θέματα, χωρίς όμως να υπερβεί τα όρια του συνταγματικού ρόλου του. Πέρα από τη ενεργοποίησή του κατά το 48ωρο μετά το δημοψήφισμα του 2015 προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος παραδίδει στις 14 Μαρτίου στη διάδοχό του Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, είχε αποφασιστική συμβολή τόσο στον επανακαθορισμό των όρων για την επίλυση του Κυπριακού όσο και στην επίλυση του ζητήματος του ονόματος των Σκοπίων. Παραδίδει έτσι ένα υπόδειγμα εξουσίας μέσα από ένα αξίωμα που δεν διαθέτει εκτελεστικές αρμοδιότητες.
Η παρέμβαση στο Κυπριακό
Ο κ. Παυλόπουλος ξεκίνησε τη θητεία του το 2015 με βαθύ σκεπτικισμό για μία πτυχή των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, δηλαδή την πρόβλεψη για ένα κράτος-συνομοσπονδία μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Πρόκειται για την επίμαχη πρόβλεψη του σχεδίου Ανάν, που από το 2003 ακολουθούσε κάθε νέα προσπάθεια.
Ο κ. Παυλόπουλος αλλά και πολλοί πολιτικοί από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με αυτή την πρόβλεψη και ήθελαν να βρουν έναν τρόπο για να την απαλείψουν χωρίς να προκληθεί ένταση. Πολλοί εκτιμούν ότι οι σκεπτικιστές του σχεδίου Ανάν έχουν ισχυρά επιχειρήματα. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα, παρά το γεγονός ότι προέκυψε από την τουρκική εισβολή του 1974, αναβαθμίζεται μέσα στη συνομοσπονδία σε κρατική οντότητα θεσμικά ισοδύναμη με την ελληνοκυπριακή. Προσθέτουν ότι ένα τέτοιο κρατικό μόρφωμα (δύο κράτη σε μορφή τού ενός επάνω σε ένα μικρό νησί) δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη.
Οι υποστηρικτές του σχεδίου, όμως, εκτιμούν ότι η ακύρωση της συνομοσπονδίας υπονομεύει την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και ως εκ τούτου παγιώνει την εισβολή και ισοδυναμεί με αποδοχή της διχοτόμησης. Οι δύο θέσεις αποκαλύπτουν τη συνθετότητα του Κυπριακού, αφού όλες οι επιλογές μοιάζουν εξίσου ατελείς. Ομως, η πολιτική συχνά επιβάλλει αποφάσεις μεταξύ επιλογών ατελών.
Ο κ. Παυλόπουλος μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του πραγματοποίησε, ως είθισται, το πρώτο επίσημο ταξίδι του στην Κύπρο. Στη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη ανέπτυξε την επιστημονική του άποψη ότι το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο –και ιδίως το άρθρο 4 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αφορά την κυριαρχία των κρατών-μελών– δεν επιτρέπει ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. να είναι συνομοσπονδία. Το μέγιστο που επιτρέπει είναι την ομοσπονδιακή δομή. Αυτό συμβαίνει γιατί η συνομοσπονδία δεν εξασφαλίζει και συχνά παρεμποδίζει (λόγω των διπλών εξουσιών που εκδηλώνονται) την άμεση εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου, καθώς αυτό διαρκώς εμπλουτίζεται με νέες οδηγίες και κανονισμούς.
Ο κ. Παυλόπουλος δεν ισχυριζόταν προφανώς ότι οι συντάκτες του σχεδίου Ανάν (το οποίο στηρίχθηκε στο διεθνές δίκαιο), οι κυβερνήσεις της εποχής, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αγνοούσαν αυτή την κρίσιμη λεπτομέρεια. Απλώς, όπως εξηγεί στους συνομιλητές του, το 2003 ήταν μια άλλη εποχή. Η Ευρώπη είχε ακόμη μεγάλη αυτοπεποίθηση, η Τουρκία θεωρούνταν χώρα προς ένταξη και ο Ταγίπ Ερντογάν ακολουθούσε φιλοευρωπαϊκή πολιτική. Ολα αυτά καθιστούσαν το πρόβλημα μιας συνομοσπονδίας πολύ λιγότερο «κρίσιμο». Πάνω από μία δεκαετία μετά, όλα είχαν αλλάξει και το ενδεχόμενο της ισοδυναμίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που πολλοί δυσκολεύονταν να αποδεχθούν από την πρώτη ώρα, είχε γίνει πλέον ένα ζήτημα που έπρεπε να αφαιρεθεί από τον διάλογο. Και όχι μόνο αυτό.
Στρατεύματα κατοχής
Ο κ. Παυλόπουλος πρότεινε επίσης τη θέση ότι η Ενωση δεν μπορεί να αποδεχθεί ένα κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκονται στρατεύματα κατοχής και ισχύουν εγγυήσεις τρίτων χωρών, μια θέση που σταθερά υποστήριζε από την αρχή και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς. Ο κ. Αναστασιάδης θεώρησε αυτές τις θέσεις πολύ καλές. Ο Ελληνας Πρόεδρος, στις δηλώσεις του αμέσως μετά, είπε ότι «οποιαδήποτε λύση η οποία θα καθιστούσε αδύνατη ή θα δυσχέραινε την πορεία της Κύπρου εντός της Ε.Ε. και εντός της Ευρωζώνης είναι απορριπτέα». Η νέα αυτή θέση βρήκε σύμφωνο και τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο, ο οποίος έως τότε βρισκόταν σε ρήξη με τον κ. Αναστασιάδη. Οι σκεπτικιστές αντιτείνουν ότι αυτή η νέα στάση θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα μήνυμα μη λύσης, όμως από την άλλη πλευρά η συνομοσπονδία, ακόμα κι αν ήταν συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο, προϋποθέτει ένα αστείρευτο απόθεμα εμπιστοσύνης, που μάλλον δεν χαρακτήρισε ποτέ τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το πιο σημαντικό βήμα προς τη νέα πολιτική, την οποία υποστήριζε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, έγινε στις 19 Ιανουαρίου 2017 στη Λευκωσία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο κύριος ομιλητής στο μνημόσυνο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, προσκεκλημένος του Ιδρύματος Μακαρίου, έπειτα από συνεννόηση του κ. Αναστασιάδη με τον κ. Χρυσόστομο. Στην ομιλία του ο κ. Παυλόπουλος ανέπτυξε με αρκετές λεπτομέρειες το νομικό υπόβαθρο της νέας θέσης και επικαλέστηκε το προηγούμενο της ενοποίησης της Γερμανίας: «Προϋπόθεση της σύναψης της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, ήταν η ανάκτηση της πλήρους κυριαρχίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης της 12ης Σεπτεμβρίου 1990. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 4 της εν λόγω συνθήκης, προϋπόθεση για την τελική ενοποίηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήταν η ολοκληρωτική αποχώρηση από το γερμανικό έδαφος των κατοχικών ρωσικών στρατευμάτων έως το τέλος του 1994».
Δηλαδή, η ενωμένη Γερμανία, για να είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο, έπρεπε να μην έχει στο έδαφός της στρατεύματα τρίτων χωρών και η νέα ομοσπονδιακή δομή της να ανακτήσει πλήρη κυριαρχία, να αρθεί δηλαδή πάνω από την εξουσία των κρατιδίων της. Γιατί η Κύπρος θα έπρεπε να αποκτήσει κρατίδια ισχυρότερα της ενιαίας δομής; Οι διαφωνούντες θα έλεγαν ότι μόνο μέσα από μια τέτοια «άλλη οδό» θα έφτανε η Κύπρος στον ίδιο στόχο με εκείνο των Γερμανών, δηλαδή στην ανατροπή της διχοτόμησης. Ο κ. Παυλόπουλος, όμως, ανήκει σε όσους εκτιμούν ότι η ανατροπή της διχοτόμησης επιτυγχάνεται με την έμφαση σε ορισμένες κόκκινες γραμμές, όσο κι αν αυτές μπορεί να αποθαρρύνουν τη διάθεση της άλλης πλευράς για λύση. Ακόμα κι αν μειώνονται οι πιθανότητες της λύσης, οι υποστηρικτές της πολιτικής αυτής πιστεύουν ότι το αντάλλαγμα για την αποτροπή της διχοτόμησης δεν μπορεί να είναι ο διαμοιρασμός της κρατικής οντότητας της Κύπρου και ουσιαστικά η εισδοχή της Τουρκίας μέσα στην Ευρώπη μέσω μιας κυπριακής συνομοσπονδίας – με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την επιρροή που έτσι θα αποκτούσε η Τουρκία στη λήψη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η κερκόπορτα της Λευκωσίας
Ο κ. Παυλόπουλος διατύπωσε τη νέα θέση και στην ομιλία του στο μνημόσυνο για τα 10 χρόνια από τον θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου στις 9 Δεκεμβρίου 2018 στη Λευκωσία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –που δεν ήθελε μια κυπριακή συνομοσπονδία να εξελιχθεί σε νέα κερκόπορτα για να περάσει η Αγκυρα στην Ευρώπη– υιοθέτησε την ελληνοκυπριακή θέση, καθιστώντας σαφές ότι η λύση του Κυπριακού σημαίνει ότι η Κύπρος εξελίσσεται σε ομοσπονδιακό κράτος χωρίς εγγυήσεις και χωρίς στρατεύματα κατοχής. Στις επαφές του με τον πρόεδρο και τον πρώτο αντιπρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και Φρανς Τίμερμανς, ο κ. Παυλόπουλος είχε υποστηρίξει επιπλέον ότι η αποδοχή συνομοσπονδίας στην Κύπρο θα μπορούσε να αποτελέσει καταστροφικό προηγούμενο για άλλα κράτη-μέλη, γιατί θα ενίσχυε τις φυγόκεντρες τάσεις και τα αποσχιστικά κινήματα. Μια εθνότητα θα μπορούσε να διεκδικήσει αυτονομία στο πλαίσιο μιας συνομοσπονδίας.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα και το «βέτο» για τις Πρέσπες
«Στο τέλος του 2017 άρχισε να κινείται το Σκοπιανό», θυμάται συνομιλητής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στο Προεδρικό Μέγαρο έβλεπαν ότι η φιλοδυτική κυβέρνηση των Σκοπίων υπό τον πρωθυπουργό Ζάεφ με υπουργό Εξωτερικών τον Νικολά Ντιμιτρόφ ήταν εναρμονισμένη με τη θέση των Αμερικανών να μην αποδεχθούν τα Σκόπια τα «ανοίγματα» του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Ταγίπ Ερντογάν. Η απειλή βέτο του 2008 δεν μπορούσε να επαναληφθεί, αφού η Ελλάδα είχε καταδικαστεί γι’ αυτόν τον χειρισμό από το Διεθνές Δικαστήριο και πλέον υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να αναγνωριστεί η ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία».
Ο Πρόεδρος συμφωνούσε με την κυβέρνηση ότι έπρεπε να αναζητηθεί μια ρεαλιστική λύση. Λύση ρεαλιστική θεωρούσε εκείνη που θα διαχώριζε την ελληνική Μακεδονία από τη Μακεδονία του Πιρίν (που ανήκει στη Βουλγαρία) και τη Μακεδονία των Σλάβων (και των Αλβανών), δηλαδή την ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με τον συνομιλητή του ο Πρόεδρος διαφωνούσε με την κυβέρνηση στην εκτίμηση ότι αρκούσε μόνο η επίτευξη συμφωνίας στο όνομα. Ο κ. Παυλόπουλος επέμενε στην αναγκαιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος της ΠΓΔΜ. Ο Αλέξης Τσίπρας πείστηκε και δεσμεύτηκε ότι θα υποστηρίξει αυτή τη θέση, αλλά με τη σειρά του ζήτησε από τον Πρόεδρο να «βάλει πλάτη» για την υποστήριξη της λύσης στην κοινή γνώμη και στα κόμματα.
Το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» ήταν στο τραπέζι από την αρχή και ήταν ένα όνομα αποδεκτό στο Προεδρικό Μέγαρο. Αλλά έπρεπε να εξασφαλιστούν και οι παραπάνω προϋποθέσεις – δηλαδή να γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ ότι η σλαβική υπόσταση του κράτους είναι κυρίαρχη και να πραγματοποιηθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος με απάλειψη αναφορών αλυτρωτισμού. Ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες στην Αθήνα εξέφραζαν την υποψία ότι ο Πρόεδρος ενδεχομένως έθετε τον πήχυ ψηλά για να τορπιλίσει τη συμφωνία. Ο κ. Παυλόπουλος υπενθύμιζε ότι η ελληνική απαίτηση για την υπογράμμιση της σλαβικής καταγωγής των πολιτών της γειτονικής χώρας (έστω κι αν υπάρχει σημαντική αλβανική μειονότητα) είχε γίνει αποδεκτή από τον Κίρο Γκλιγκόροφ και είχε συμπεριληφθεί στο Πακέτο Πινέιρο το 1992. Οσο για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο κ. Παυλόπουλος έλεγε σε όσους εξέφραζαν δυσπιστία για το κατά πόσον ήταν αναγκαία ή εφικτή, ότι χωρίς αναθεώρηση μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε στη συνέχεια να εκθέσει την πολιτική ηγεσία της ΠΓΔΜ σε κίνδυνο παραπομπής σε Ειδικό Δικαστήριο.
Οι χρησμοί των Δελφών
Για τις δύο αυτές ελληνικές θέσεις ο κ. Παυλόπουλος συζήτησε με την αναπληρώτρια γενική γραμματέα του ΝΑΤΟ Ρόουζ Γκοτμέλερ την 1η Μαρτίου 2018, στο περιθώριο του Διεθνούς Φόρουμ των Δελφών. Η κ. Γκοτμέλερ αποδέχθηκε τις συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες τελικώς αποτυπώθηκαν στο άρθρο 7 της συμφωνίας των Πρεσπών όπου διευκρινίζεται ότι η μακεδονική γλώσσα των Σκοπίων «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών Γλωσσών». Επίσης, στο ίδιο άρθρο διαχωρίζεται η Βόρεια Μακεδονία από τον «αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της ελληνικής Μακεδονίας.
Το θέμα που παρέμεινε ήταν η ασάφεια ανάμεσα στην ερμηνεία της λέξης nationality, που μπορεί να μεταφραστεί ως εθνικότητα, αλλά και ως υπηκοότητα. Ο κ. Παυλόπουλος ήθελε στη συμφωνία των Πρεσπών να αναφέρεται η υπηκοότητα στα αγγλικά ως citizenship και όχι ως nationality έτσι ώστε να αποκλείεται κάθε παρερμηνεία.
Ομως αυτό δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί αφού σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες επικρατεί η λέξη nationality. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κράτησε αποστάσεις από τις θερινές τυμπανοκρουσίες που συνόδευσαν τη συμφωνία, η οποία συνομολογήθηκε στις 12 Ιουνίου 2018. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018 σε ομιλία του στην Κέρκυρα επανέλαβε ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την οριστική αποδοχή της συμφωνίας από την Ελλάδα, δηλαδή για να την υπογράψει ο ίδιος. Ακολούθησε ένας δύσκολος διάλογος με τον κ. Τσίπρα, που μπορεί να συνοψιστεί στα εξής:
Τσίπρας: Γιατί σηκώνεις τον πήχυ;
Παυλόπουλος: Χρησιμοποίησέ το υπέρ σου.
Το άρθρο 49
Στις επόμενες εβδομάδες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενημερώνει τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και επισκέπτεται επίσημα τις Βρυξέλλες στις 18 και 19 Νοεμβρίου 2018. Τις ίδιες ημέρες βρίσκεται στις Βρυξέλλες ο Ζόραν Ζάεφ. Η Επιτροπή διαμηνύει στον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ ότι δεν επιθυμεί ασάφειες που μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στο μέλλον. Τελικώς, η αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ πραγματοποιείται στις αρχές Ιανουαρίου 2019, αλλά στην Αθήνα, στο Προεδρικό Μέγαρο διαπιστώνουν ότι δεν έχουν γίνει όλα όσα θα ήθελαν. Το αναθεωρημένο άρθρο 49 του Συντάγματος της ΠΓΔΜ διατηρεί την ασάφεια μεταξύ εθνότητας και υπηκοότητας. Το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι υπάρχει «προεδρικό βέτο».
Ακόμα και αν η συμφωνία ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή, ο Πρόεδρος δεν θα την αποστείλει στον ΟΗΕ αν δεν υπάρξει ρηματική διακοίνωση που να αποσαφηνίζει τα επίμαχα ζητήματα. Πράγματι κοινοποιείται στην Αθήνα ρηματική διακοίνωση Ζάεφ με την οποία διευκρινίζεται ότι η «μακεδονική γλώσσα» της Βόρειας Μακεδονίας ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλαβικών γλωσσών και ότι η λέξη nationality αναφέρεται στην υπηκοότητα και δεν προσδιορίζει εθνότητα. Η συμφωνία των Πρεσπών ψηφίζεται από την ελληνική Βουλή στις 25 Ιανουαρίου με 153 ψήφους και ταυτόχρονα από τη Βουλή της ΠΓΔΜ, αλλά παραμένει στο γραφείο του κ. Παυλόπουλου επί δύο εβδομάδες. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την απέστειλε στον ΟΗΕ μόνον αφού η ρηματική διακοίνωση είχε αποσταλεί στον ΟΗΕ από τον κ. Ζάεφ.
Πηγή: Καθημερινή
Διαβάστε επίσης:
Μήνυμα Παυλόπουλου στα Σκόπια: Δεν αποδεχόμαστε αλυτρωτικές ερμηνείες της Συμφωνίας των Πρεσπών
Μηνύματα Παυλόπουλου σε Σκόπια, Τουρκία και Αλβανία για την ευρωπαϊκή τους προοπτική