Κριτική υψηλού επιπέδου και κατάθεση προσωπικής μαρτυρίας για την προσωρινή συμφωνία των κυβερνήσεων της ΝΔ με την πΓΔΜ από την πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη στη Βουλή.
«Προσφέρθηκαν και σε εμάς αντιπαροχές αλλά εμείς αντέξαμε» υπογράμμισε με νόημα η κ. Μπακογιάννη κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το περιεχόμενο της συμφωνίας.
Όπως είπε «εμείς τότε δίναμε μάχη ουσίας, εσείς τους την χαρίσατε. Άπαξ και υπογραφεί αυτή η συμφωνία παράγει έννομα συμφέροντα και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί μετά ούτε να την αρνηθεί ούτε να την αλλάξει. Υπάρχει ακόμα χρόνος, σας καλώ να το δείτε τώρα» τόνισε.
«Πανηγυρίζετε για μια κακή συμφωνία» τόνισε η κ. Μπακογιάννη. «Παρουσιάζετε τα εύκολα για δύσκολα. Ας μην γελιόμαστε. Αν εμείς είχαμε κάνει αυτές τις παραχωρήσεις, αυτές τις εκπτώσεις, θα είχαμε φτάσει σε συμφωνία πριν δέκα χρόνια. Και τζάμπα. Χωρίς να διχάσουμε τους Έλληνες, όπως κάνατε εσείς».
Καταθέτοντας την προσωπική της μαρτυρία ως υπουργός Εξωτερικών που χειρίστηκε προσωπικά το ονοματολογικό της πΓΔΜ η Ντόρα Μπακογιάννη αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες της εποχής εκείνης και διαχώρισε πλήρως την θέση εκείνης της κυβέρνησης από την συμφωνία που επιχειρείται τώρα από τους κ.κ. Κοτζιά και Ντιμιτρόφ.
Ολόκληρη η ομιλία στην Βουλή
«Οφείλουμε στο λαό την αλήθεια. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, 30 χρόνια τώρα, το Σκοπιανό έχει στιγματίσει τη διεθνή παρουσία της χώρας. Όλοι όσοι προσεγγίζουμε το θέμα ψύχραιμα και νηφάλια, συμφωνούμε ότι όχι μόνο μπορούσαμε, αλλά έπρεπε από τις αρχές του 1990 να είχαμε βρει λύση. Όμως, τότε, δυστυχώς, μας κάλυψε το κύμα του λαϊκισμού και της πατριδοκαπηλίας. Κέρδισε ο τυχοδιωκτισμός. Κέρδισε ο καιροσκοπισμός. Με ένα δείγμα άλλωστε αυτής της λογικής συνεργάζεται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Tώρα, όμως, δεν είναι ώρα για απολογισμούς, πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά. Αρκούμαι να πω ότι υπάρχουν στιγμές στην πολιτική ζωή που η σιωπή είναι αξιοπρεπής δρόμος.
Παρακολούθησα χθες με προσοχή την ομιλία του κ. Τσίπρα. Θα αντισταθώ στον πειρασμό να τη χαρακτηρίσω. Η απόσταση από την οίηση και την αλαζονεία μέχρι τη λαϊκή νέμεση, είναι όση από το ωσαννά μέχρι το σταύρωσον αυτόν.
Τι μας είπε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός;
Μας είπε ότι υπηρετεί την εθνική γραμμή που χαράξαμε το 2007 και το 2008. Λίγο πολύ παρουσιάστηκε ως η φυσική συνέχεια της δικής μας πολιτικής.
Αναρωτιέμαι αν αυτό καταδεικνύει την άγνοιά του ή απλώς ακόμα μια σημαία ευκαιρίας. Εδώ έφτασε, άλλωστε, να επικαλεστεί τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη έναν άνθρωπο που άφησε στην εξωτερική πολιτική ένα διακριτό αποτύπωμα. Έναν ηγέτη που ήξερε να διαπραγματεύεται για το καλό της πατρίδας.
Έναν άνθρωπο του μέτρου και της λογικής που σε όλη του τη διαδρομή υπερασπίστηκε το εθνικό συμφέρον με υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα. Η υποκρισία του πρωθυπουργού περισσεύει.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Εφόσον ο κ. Τσίπρας δεν κατάλαβε, δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να καταλάβει τι έγινε το 2008, επιτρέψτε μου έστω και την ύστατη ώρα μια αναφορά διότι δεν είναι αργά να το ξεκαθαρίσουμε και ενδεχομένως να προλάβουμε.
Το 2008 ήταν σφοδρή η επιθυμία του διεθνούς παράγοντα να ενταχθούν άμεσα τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, για την ελληνικη κυβέρνηση ήταν σαφές ότι άπαξ και τα Σκόπια έμπαιναν στο ΝΑΤΟ και ξεκινούσε η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε., το αμέσως επόμενο βήμα θα ήταν να ζητήσουν από τον ΟΗΕ αναγνώριση με το συνταγματικό τους όνομα και όχι με το «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να πάρει μια μεγάλη απόφαση: να λειτουργήσει με τη λογική της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, να κάνει μια τεράστια προσπάθεια για να πετύχει αμοιβαίως επωφελή συμφωνία ή να καταδείξει την αδιαλλαξία των Σκοπίων και, άρα, την αποκλειστική ευθύνη τους για τη μη εξεύρεση λύσης;
Από την πρώτη στιγμή, δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι για να πετύχει εκείνη η προσπάθεια, έπρεπε πρωτίστως να υπάρξουν δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον, να μη γίνει το Σκοπιανό θέμα εσωτερικής αντιπαράθεσης. Γι’ αυτό ενημέρωσα όλους του πολιτικούς αρχηγούς, πριν ξεκινήσουμε τη διεθνή εκστρατεία εν όψει του Βουκουρεστίου. Γι’ αυτό παρουσιάσαμε την πρότασή μας στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Γι’ αυτό καταθέσαμε το σχέδιό μας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, με πρόεδρο, μάλιστα, κατά ιστορική ειρωνία, τον κ. Καμμένο. Εκεί εξασφαλίσαμε τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, εκτός βεβαίως του ακραίου ΛΑΟΣ. Επρόκειτο, άλλωστε, για θέμα μέγιστης συναισθηματικής φόρτισης που εύκολα θα μπορούσε να διχάσει τον ελληνικό λαό.
Δεύτερον, η δημιουργία ενός εθνικού μετώπου και η απόλυτη ταύτιση της κυβέρνησης και, δη, του Πρωθυπουργού με τον Υπουργο Εξωτερικών και τον Υπουργό Αμύνης. Η χώρα έπρεπε να διαπραγματευθεί ισχυρή και ενωμένη. Δεν είχα, άλλωστε, καμία αμφιβολία για τις πιέσεις που θα αντιμετωπίζαμε και για το κόστος που θα είχε η πολιτική μας. Κόστος το οποίο εν τέλει κατεβλήθη.
Ναι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Κάναμε μια ειλικρινή προσπάθεια αναζήτησης συμφωνίας. Όμως μιας συμφωνίας βιώσιμης. Έντιμης, Ρεαλιστικής και Εφαρμόσιμης.
Στόχος μας ήταν και είναι μια συμφωνία που θα απαντούσε οριστικά στη λογική του Στάλιν και του Τίτο που αποτυπωνόταν στη θεωρία του Μακεδονισμού στα Βαλκάνια, που πηγάζει από τα γεγονότα του Ίλιντεν. Αλλά και μια συμφωνία που θα απαντούσε στις ήδη απαξιωμένες διεθνώς γραφικότητες με την καπηλεία της αρχαίας κληρονομιάς και των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος στην περιοχή; Η λογική της Μεγάλης Μακεδονίας, δηλαδή, της εξόδου στο Αιγαίο. Όχι μόνο για το σήμερα. Αλλά για το αύριο και το μεθαύριο. Πόσο μάλλον όταν αναθεωρητικές δυνάμεις στην περιοχή αναζητούσαν ευκαιρίες να εργαλειοποιήσουν τα Σκόπια σε βάρος μας. Για να πολεμήσουμε αυτή τη λογική, έπρεπε να πολεμήσουμε τον επιφαινόμενο αλυτρωτισμό. Έναν αλυτρωτισμό που καλλιεργήθηκε συστηματικά στη συνείδηση των πολιτών της γειτονικής χώρας για δεκαετίες.
Βρήκαμε λυσσώδη αντίδραση από τον κ. Γκρουέφσκι. Έχω εδώ το δημοσίευμα που ο ίδιος υποστήριζε ότι «οι Έλληνες θέλουν να μας πάρουν την ταυτότητα και τη γλώσσα μας». Ήξερε τι έλεγε ο κ. Γκρουέφσκι. Εκείνος δεν κρυβόταν. Όμως, εμμείναμε σ’ αυτά. Όχι μόνο διότι χωρίς την επίλυσή τους, η όποια συμφωνία θα ήταν κενό γράμμα. Αλλά διότι έχουν τεράστια συμβολική αξία. Προφανώς ουδέποτε αμφισβήτησα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Άλλωστε, δεν θα ήταν πειστικό. Στην ιθαγένεια, όμως, η πάγια ελληνική θέση, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγες μέρες, ήταν ότι έπρεπε να περιγραφεί ως «πολίτες της τάδε χώρας», με το ισχυρό επιχείρημα ότι πρόκειται για πολυπολιτισμική χώρα και η ιθαγένεια οφείλει να εκφράζει όλες τις εθνοτικές ομάδες. Και στη γλώσσα ήμασταν ξεκάθαροι: χαρακτηρισμός που θα συνδέεται με τη νέα ονομασία του κράτους.
Η αλήθεια είναι μία. Αυτή την μάχη δεν την δίναμε για λόγους εντυπωσιασμού αλλά για λόγους ουσίας. Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος. Κι εσείς τη χαρίσατε έχοντας αποδεχτεί ακόμα και την ονομασία Ίλιντεν. Και όλα αυτά στην καλύτερη δυνατή συγκυρία.
Τα τελευταία 30 χρόνια, οι θέσεις των γειτόνων επί το πλείστον ήταν σταθερές. Διεκδικούσαν δύο πράγματα: μακεδονική ταυτότητα και μακεδονική γλώσσα. Ο λόγος, άλλωστε, είναι προφανής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του εθνικιστή Γκρουέφσκι κορυφώθηκε η λογική του σφετερισμού της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, του Μεγάλου Αλέξάνδρου και των άλλων συμβόλων. Αυτό εγκαταλείφθηκε πάραυτα με την εκλογή της νέας κυβέρνησης στα Σκόπια.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είδε το τυρί και δεν είδε τη φάκα. Επαίρεται ότι με την προτεινόμενη συμφωνία δεν μπορεί πλέον κανείς να ισχυριστεί στα Σκόπια ότι είναι απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι που ήταν ανέκαθεν πασιφανές διότι κανείς στη διεθνή κοινότητα που έχει τελειώσει το Δημοτικό δεν αμφέβαλλε ποτέ ότι ο Αλέξανδρος μιλούσε ελληνικά. Αντίθετα, το ιδεολόγημα της Μακεδονίας του Ίλιντεν, το οποίο θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή, η κυβέρνση το νομιμοποιεί με την παρούσα συμφωνία.
Ας κάνουμε λοιπόν την αντιπαραβολή. Εμείς τότε ενημέρωναμε το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και τους εταίρους για τις ελληνικές θέσεις. Θα το πω για πρώτη φορά. Υπήρξαν δύσκολες συζητήσεις, έντονες. Προσωπικά στοχοποιήθηκα. Επιμείναμε, όμως. Με ξεροκεφαλιά, μπορεί να πει κανείς. Με αφοσίωση και πίστη, απαντώ εγώ, στο έθνος και στις δυνατότητές του.
Ναι, κ. Κοτζιά. Δεν είστε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος στον οποίο προσφέρονται αντιπαροχές. Εμείς αντέξαμε, όμως. Αντισταθήκαμε και κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι. Άλλωστε, το οπλοστάσιό μας ήταν γεμάτο διότι είχαμε πετύχει έμπρακτα την ενότητα των πολιτικών δυνάμεων.
Και επιτρέψτε μου να το πω. Παρακολουθώ τον Υπουργό Εξωτερικών να περιφέρεται στα κανάλια και να απειλεί με δημοσιοποίηση απορρήτων εγγράφων.
Είναι η γνωστή στη γενιά μας λογική της Στάζι. Άλλωστε εσείς κύριε Κοτζιά, έχετε εμπειρία από τη συνεργασία σας με το αλήστου μνήμης καθεστώς Χόνεκερ.
Σας προκαλώ, λοιπόν, τώρα να τα καταθέσετε όλα στα πρακτικά της Βουλής. Όλα όμως! Και μια και κάνετε τον κόπο, ας καταθέσετε και τους φακέλους των δικών σας συνομιλιών κύριε Υπουργέ. Εκτός κι αν έχετε κάτι να κρύψετε.
Για να τελειώνουμε, λοιπόν, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πανηγυρίζετε για μια κακή συμφωνία. Παρουσιάζετε τα εύκολα για δύσκολα. Ας μην γελιόμαστε. Αν εμείς είχαμε κάνει αυτές τις παραχωρήσεις, αυτές τις εκπτώσεις, θα είχαμε φτάσει σε συμφωνία πριν δέκα χρόνια. Και τζάμπα. Χωρίς να διχάσουμε τους Έλληνες, όπως κάνατε εσείς.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η ιστορία του Σκοπιανού έχει αναδείξει πολλές φορές τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Διαλέξτε, επιτέλους, αν όχι όλοι σας, έστω οι βουλευτές των ΑΝΕΛ. «Πολιτική πόρνη» του κ. Τσίπρα, όπως έλεγε ο κ. Καμμένος, ή ξεπούλημα της Μακεδονίας, όπως πάλι έλεγε ο ίδιος;
Υπερψηφίζω την πρόταση δυσπιστίας. Άπαξ και υπογραφεί η συμφωνία παράγει έννομα αποτελέσματα και καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί αύριο ούτε να την αρνηθεί ούτε να μην την υποστηρίξει. Έχετε καιρό ακόμη αυτές τις βασικές και μεγάλες αδυναμίες της συμφωνίας να τις αλλάξετε.
Ειλικρινά πιστεύω ότι όσο ταχύτερα απελευθερωθεί η χώρα από σας, τόσο ταχύτερα και καλύτερα θα βρούμε το δρόμο για το αύριο. Βαθύτατα πιστεύω ότι μπορούμε να πετύχουμε μια καλύτερη συμφωνία και οφείλουμε να προσπαθήσουμε. Θα την κάνει η επόμενη κυβερνηση της ΝΔ αφού απαλλάξει τη χώρα από το καρκίνωμα της διχόνοιας και της δημαγωγίας.