Πώς και γιατί αποφασίστηκε η αλλαγή του πλαισίου που ορίζει η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας – Τι στάση κρατά η Αθήνα
Πέντε χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας για το προσφυγικό (σ.σ «Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας», όπως λέγεται επισήμως), το Βερολίνο και η Άγκυρα διαπραγματεύονται για μια ανανεωμένη εκδοχή του συμφώνου, κάτι που, σύμφωνα με την γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, προκαλεί εκνευρισμό στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας, στις διαπραγματεύσεις συμμετέχουν από γερμανικής πλευράς η ομοσπονδιακή Καγκελαρία, το ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών και ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ‘Αρμιν Λάσετ ο οποίος εξελέγη προσφάτως επικεφαλής των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU), ενώ από τουρκικής πλευράς το γραφείο του αντιπροέδρου της χώρας Φουάτ Οκτάι.
«Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν απάντησαν σε ερωτήσεις της Handelsblatt σχετικά με το θέμα. Η τουρκική κυβέρνηση επίσης δεν πήρε δημόσια θέση επί του θέματος. Αλλά πίσω από τα παρασκήνια υπάρχει πολλή συζήτηση» αναφέρει χαρακτηριστικά η γερμανική εφημερίδα.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει πολύς χρόνος για να αποφευχθεί το ανθρωπιστικό και πολιτικό χάος του 2016 ή το άνοιγμα των τουρκικών συνόρων όπως έγινε πέρυσι. Στις 5 Μαρτίου, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν και Καγκελάριος Μέρκελ μίλησαν μέσω τηλεδιάσκεψης».
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι αναμένουν ότι ο αριθμός των μεταναστών που θα προσπαθήσουν να μεταβούν στην ΕΕ, θα αυξηθεί ξανά λόγω της πανδημίας. Ωστόσο, τα χρήματα από το σύμφωνο για τους πρόσφυγες που τέθηκε σε ισχύ την άνοιξη του 2016 έχουν σχεδόν εξαντληθεί.
Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ θα συναντηθούν στις 25 Μαρτίου για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου το ζήτημα θα μπορούσε να συζητηθεί για πρώτη φορά δημοσίως, ενώ η Άγκυρα επιθυμεί τη διεξαγωγή μιας συνόδου κορυφής ΕΕ – Τουρκίας μέχρι τον Ιούλιο.
Η Άγκυρα ζητεί την επέκταση της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ, ενώ η Αθήνα αντιτίθεται σε αυτήν την προοπτική. Η παλιά συμφωνία προέβλεπε ότι η Ελλάδα μπορούσε να στέλνει πίσω στην Τουρκία όσους παράνομους μετανάστες έφταναν στα ελληνικά νησιά και σε αντάλλαγμα η ΕΕ θα δεχόταν έναν πρόσφυγα από την Τουρκία για κάθε έναν που επέστρεφε στην χώρα, ενώ παράλληλα θα υποστήριζε οικονομικά την φροντίδα προσφύγων στην Τουρκία.
Έξι δισ. ευρώ προορίζονταν για αυτό το σχέδιο για μια περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων ετών, κάτι που σημαίνει ότι αναλογούν λιγότερα από 400 ευρώ ανά πρόσφυγα ανά έτος.
Με τη συμφωνία για τους πρόσφυγες, η ΕΕ μπόρεσε να επιτύχει πολλούς στόχους ταυτόχρονα: Οι εγγεγραμμένοι πρόσφυγες στην Τουρκία ζουν μια αρκετά φυσιολογική ζωή έξω από χώρους κράτησης, μπορούν να έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα και να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
Επιπλέον, η ΕΕ κατάφερε να θέσει τους κανόνες αναφορικά με την αντιμετώπιση των προσφύγων στην Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία έχει γίνει εκ των πραγμάτων η πρώτη χώρα εισόδου για μετανάστες που κατευθύνονται στην ΕΕ, χωρίς η χώρα να είναι μέλος της Ένωσης.
Ανατολίτικο παζάρι για τελωνειακή ένωση, βίζα και αξιοποίηση των κονδυλίων
Η Τουρκία ήλπιζε για μια συμφωνία με την ΕΕ ώστε να καταργηθεί η βίζα για τους Τούρκους πολίτες και παράλληλα να υπάρξει επέκταση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ – Τουρκίας ώστε να συμπεριλαμβάνονται ο άνθρακας, ο χάλυβας και τα γεωργικά προϊόντα. Πράγματα που αναφέρονταν στη «Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας» του 2016, αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την Handelsblatt, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι απογοητευμένος με την προηγούμενη συμφωνία. Η Άγκυρα καλεί, μεταξύ άλλων, να υπάρξει ρητή αναφορά για την επέκταση της τελωνειακής ένωσης στο νέο σύμφωνο για τους πρόσφυγες. Η Γερμανία είναι ανοιχτή στην επέκταση της τελωνειακής ένωσης, αλλά προτιμά να μην τη συμπεριλάβει στην μεταναστευτική συμφωνία. Η Αθήνα από την πλευρά της αντιτίθεται σε μια τέτοια προοπτική.
Παράλληλα η Άγκυρα θέλει να έχει μεγαλύτερο έλεγχο στα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν κυρίως για διεθνείς οργανισμούς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και να χρησιμοποιήσει μέρος αυτών σε περιοχές της βόρειας Συρίας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Handelsblatt, το Βερολίνο φαίνεται να απορρίπτει το δεύτερο αίτημα του Τούρκου προέδρου.
Η Αθήνα παρακολουθεί τις διαπραγματεύσεις με επιφυλακτικότητα. Το γεγονός ότι η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εμπλέκεται σε αυτό το ζήτημα, όπως έκανε κατά τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας τον Μάρτιο του 2016, προσλαμβάνεται «με ανάμεικτα συναισθήματα», δήλωσε Έλληνας διπλωμάτης στη γερμανική εφημερίδα.
Ενώ η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης, σήμερα δεν υπάρχει λόγος για τη Γερμανία να επιστρέψει μόνη της στις διαπραγματεύσεις. Πίσω από αυτό υπάρχει η ανησυχία ότι το Βερολίνο θα υποχωρήσει πολύ έναντι της Άγκυρας.
«Στην Αθήνα, δεν υπάρχει λόγος αναθεώρησης της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας που έγινε πριν από πέντε χρόνια. Για να μπορέσει κάποιος να μιλήσει γι ‘αυτό, η Τουρκία πρέπει πρώτα να εφαρμόσει την υπάρχουσα συμφωνία, δήλωσε Έλληνας διπλωμάτης στη γερμανική εφημερίδα. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις της Άγκυρας, η Τουρκία δεν δέχεται πλέον παράνομους μετανάστες και οι ελληνικές αρχές προσπαθούν επί του παρόντος να επαναπατρίσουν 1.450 μετανάστες που δεν δικαιούνται άσυλο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραχωρήσεις από την ΕΕ προς την Τουρκία στην πολιτική θεωρήσεων και την επέκταση της τελωνειακής ένωσης απορρίπτονται, σύμφωνα με ελληνικούς διπλωματικούς κύκλους. Άλλωστε για να υπάρξει επέκταση της τελωνειακής ένωσης απαιτείται ομοφωνία από τα 27 κράτη – μέλη.