Η εκκλησία θα κατασκευαστεί για τις ανάγκες της μικρής συριακής παροικίας της Κωνσταντινούπολη. «Θα γίνει για πρώτη φορά από την ίδρυση της Δημοκρατίας. Εκκλησίες είχαν ανακαινισθεί ή είχαν ανοίξει και πάλι για το κοινό, αλλά ως τώρα δεν είχε κατασκευασθεί καμιά καινούρια εκκλησία», δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείου τούρκος κυβερνητικός αξιωματούχος.
Την πρώτη άδεια για την κατασκευή χριστιανικής εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, έδωσε η τουρκική κυβέρνηση, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, που επικαλείται κυβερνητική πηγή.
«Θα γίνει για πρώτη φορά από την ίδρυση της Δημοκρατίας. Εκκλησίες είχαν ανακαινισθεί ή είχαν ανοίξει και πάλι για το κοινό, αλλά ως τώρα δεν είχε κατασκευασθεί καμιά καινούρια εκκλησία», εξήγησε ο αξιωματούχος, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομασθεί.
Η εκκλησία θα κατασκευαστεί για τις ανάγκες της μικρής συριακής παροικίας της Πόλης. Θα οικοδομηθεί στη συνοικία Γεσίλκιοϊ, στην όχθη της θάλασσας του Μαρμαρά, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από το δήμο, διευκρίνισε η ίδια πηγή.
Στην ίδια συνοικία, που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης και είναι κυρίως γνωστή στους Ευρωπαίους με την παλιά ονομασία της του Αγίου Στεφάνου, φιλοξενούνται ήδη τρεις εκκλησίες: αρμενική, ελληνορθόδοξη και καθολική.
Τα έργα θα αρχίσουν μέσα στους προσεχείς μήνες και χρηματοδοτηθούν από ένα ίδρυμα το οποίο υπερασπίζεται τα δικαιώματα των συριακής καταγωγής πολιτών (ορθόδοξων και καθολικών). Οι περισσότεροι εξ αυτών κατοικούν στη νοτιοανατολική Τουρκία και ο αριθμός τους υπολογίζεται σε σχεδόν 20.000 ανθρώπους.
Οι χριστιανοί αποτελούν μικρή μειονότητα και μερικές φορές πέφτουν θύματα επιθέσεων στην Τουρκία, χώρα με κοσμικό καθεστώς, ο πληθυσμός της οποίας είναι μουσουλμανικός σε ποσοστό 99% και το καθεστώς της κατηγορείται από τους επικριτές του για «ισλαμιστική παρέκκλιση».
Η κυβέρνηση της Άγκυρας, η οποία ελπίζει να επιτύχει την ένταξή της στην Ε.Ε., διηύρυνε με την προοπτική αυτή τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων, ανακαινίζοντας εκκλησία, μονές και συναγωγές και αποδίδοντάς τους κάποιες από τις ιδιοκτησίες τους.