Ψυχρολουσία επεφύλαξε το ΣτΕ για όσους είχαν προσφύγει κατά των περικοπών των επικουρικών τους συντάξεων, καθώς έκρινε συνταγματικό το «τσεκούρωμα».
Οι δικαστές του Α Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκριναν ότι η κυβέρνηση δικαιούται να κάνει τις αναγκαίες παρεμβάσεις σε εξαιρετικά δυσχερείς οικονομικές συνθήκες. Το θέμα παραπέμπεται για τελική απόφαση στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Απαντώντας στις προσφυγές συνταξιούχων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που διεκδικούσαν αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστησαν από τις περικοπές των επικουρικών συντάξεών τους που έγινε το 2011 από τα ασφαλιστικά τους Ταμεία η πλειοψηφία του Α’ Τμήματος του ΣτΕ έκρινε ότι:
Επιτρέπεται στον νομοθέτη να προβαίνει στις αναγκαίες εκείνες επεμβάσεις σε περίπτωση «εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για τη διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών».
Τα μέλη του Α’ τμήματος του ΣτΕ αναφέρουν ακόμη στο σκεπτικό τους:
«Το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως, όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί. Τέτοιες, όμως, επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση τους, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και τη δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται, ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος».
Παράλληλα, η πλειοψηφία αναφέρει ότι «η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη, που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτή, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και τη διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος».