Μέσω επιστολής απαντά ο ΣΕΒ στους Ευρωπαίους επιχειρηματίες, που λένε: «Γιατί να επενδύσουμε στην Ελλάδα, αφού ούτε εσείς επενδύετε στη χώρα σας;».
«Κι όμως, από το 2007 μέχρι σήμερα, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών έχει “ρίξει” στην ελληνική οικονομία περίπου 100 δισ. ευρώ. Την ώρα που η χώρα μας βιώνει μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις μεταπολεμικά, οι κερδοφόρες ιδιωτικές επιχειρήσεις στηρίζουν την οικονομία της χώρας μας» λένε κύκλοι του ΣΕΒ στο protothema.gr.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο ΣΕΒ αποφάσισε, εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης της 25ης Ιανουαρίου, να στείλει επιστολή, προκειμένου να ενημερώσει τους επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και Ντόναλντ Τουσκ, καθώς και την Business Europe (ο αντίστοιχος ΣΕΒ στην Ευρώπη) για την προσπάθεια που καταβάλλει ο ιδιωτικός τομέας να παραμείνει όρθιος και να στηρίξει την ελληνική αγορά.
«Εμείς είμαστε που στηρίξαμε την οικονομία στην Ελλάδα. Αλλά πλέον δεν φτάνει. Χρειαζόμαστε βοήθεια από τους Ευρωπαίους επιχειρηματίες. Ζητούμε να επενδύσουν στη χώρα μας, γιατί εμείς δεν αντέχουμε άλλο. Παράλληλα, ζητούμε από τους Ευρωπαίους πολιτικούς να συμβάλουν με την πολιτική τους στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» λένε παράγοντες του ΣΕΒ στο protothema.gr.
Η επιστολή του ΣΕΒ προς την Ευρώπη έχει σκοπό να υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους ότι ακόμα και την περίοδο της οικονομικής κρίσης, που η υψηλή φορολογία «γονατίζει» τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές, ο ΣΕΒ δεν σταμάτησε τις επενδύσεις. Η οικοδομή υπέστη το μεγαλύτερο πλήγμα, ωστόσο, οι υπόλοιπες ιδιωτικές επενδύσεις επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, όταν η χρηματοδότηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Αναλυτικά η επιστολή που απέστειλε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, κ. Θεόδωρος Φέσσας:
«Απαιτείται περισσότερη ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας δρομολόγησε σημαντικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη, ενώ η ελληνική κοινωνία και οι επιχειρήσεις έχουν πληρώσει μεγάλο τίμημα αποδεικνύοντας τη δέσμευσή τους στην ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση. Είναι καθήκον της Ελλάδας και της Ευρώπης να τηρήσουν τις εκατέρωθεν δεσμεύσεις τους και να θέσουν σε εφαρμογή ένα ξεκάθαρο όραμα ανάπτυξης, που θα επιτρέψει στα κράτη-μέλη και ιδιαίτερα στις οικονομίες που βρίσκονται σε ύφεση, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να αποκαταστήσουν την κοινωνική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος».
»Χρειάζεται να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις για να ξεκινήσουν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας: Ένας Οδικός Χάρτης για την ανάπτυξη, βασισμένος σε περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και να προσελκύσουν επενδύσεις. Επιπλέον η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας θα ενισχυθεί σημαντικά από τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, όπως το καθεστώς ενίσχυσης της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (QE) και το Επενδυτικό Σχέδιο Γιούνκερ».
»Ο ιδιωτικός τομέας επενδύει στη χώρα: Παρά τη μεγάλη συρρίκνωση κατά 25% του ελληνικού ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των χρόνων της κρίσης, οι ιδιωτικές επενδύσεις (πλην της οικοδομής) επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, όταν η χρηματοδότηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Πολλές επιχειρήσεις, μέλη του ΣΕΒ, επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια από τις αρχές του 2009 μέχρι το τέλος του 2014 για να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την εξαγωγική τους δραστηριότητα».
»Επιβάλλεται η επανεξέταση του δημοσίου χρέους για την επανεκκίνηση της οικονομίας: Η ελληνική οικονομία έχει εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό τα δίδυμα ελλείμματά της (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών). Μια ευνοϊκή συμφωνία της Ελλάδας με τους διεθνείς δανειστές της για το δημόσιο χρέος (σύμφωνα με τη «Δήλωση του Euro[group] για την Ελλάδα», το Νοέμβριο του 2012) θα αφαιρούσε κάθε είδος σκεπτικισμού απέναντι στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, θα αναβάθμιζε τη θέση της χώρας έναντι των διεθνών αγορών κεφαλαίου και θα καθιστούσε την ελληνική οικονομία ελκυστική στους επενδυτές. Μια τέτοια εξέλιξη είναι προς το συμφέρον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνολικά».
Κλείνοντας την επιστολή, ο πρόεδρος του ΣΕΒ σημειώνει: «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι είναι προς το συμφέρον όλων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να παραμείνει η Ελλάδα σταθερά στο δρόμο της ευημερίας και της δημοσιονομικής σταθερότητας, ώστε η Ευρώπη να αποφύγει τυχόν προβλήματα και να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που αναδύονται σήμερα».