Οικονομία

ΣΕΒ: Ο Πειραιάς μπορεί να γίνει το «ναυτιλιακό City» μετά το Brexit

ImageHandler.ashx?m=AnchoredFit&f=Ly8xMC Ο Πειραιάς μπορεί να καταστεί το «ναυτιλιακό City» επισημαίνει ο ΣΕΒ στον απόηχο του Brexit. Όπως τονίζει ο Σύνδεσμος στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία, το οποίο ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τις επιπτώσεις του Brexit, «η Ελλάδα έχει μία ανεπανάληπτη ευκαιρία να προσπαθήσει να αναπτύξει τον Πειραιά ως μεγάλο ναυτιλιακό/ασφαλιστικό κέντρο και να υποκαταστήσει το Λονδίνο ως οικονομικό κέντρο εξυπηρέτησης της ναυτιλίας».

Προς τούτο, ο ΣΕΒ επικαλείται τον Γ. Γράτσο, πρώην πρόεδρο του Ναυτικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, ο οποίος αναφέρει ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο εισρέουν περί τα 45 δισεκ. ευρώ ετησίως με συνεισφορά της ναυτιλίας μόλις στο ¼ της ελληνόκτητης, και απασχολούνται σχεδόν 600.000 άτομα στους ναυτιλιακούς κλάδους ναυλώσεων, ασφαλίσεων, υπηρεσιών λιμένων κ.ο.κ. 

Εξάλλου, ο ΣΕΒ εκτιμά ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι και θα παραμείνει μέλος της ΕΕ τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια. Συνεπώς, υπάρχει χρόνος για τις επιχειρήσεις να επαναξιολογήσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες από και προς τη Μεγάλη Βρετανία.

Πάντως, παρά το ότι οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία θα είναι αμελητέες το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος αποτελεί μία δυσάρεστη και σαφώς αρνητική εξέλιξη για την Ε.Ε., σημειώνει ο ΣΕΒ.

Στο Δελτίο τονίζεται ότι «Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ), μίας από τις ισχυρότερες οικονομικά και πολιτικά χώρες του κόσμου, είναι ένα ανυπολόγιστα βαρύ πλήγμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Μία κακή εξέλιξη στην ιστορία της Ευρώπης που απαιτεί περισυλλογή και αυτοκριτική, ιδίως σήμερα που ευρωσκεπτικιστικά κινήματα ανθούν σε πολλές χώρες, και εν δυνάμει απειλούν τη συνοχή της ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος αναμφίβολα θα έχει κόστος, όμως εν τέλει οι Βρετανοί θα βρουν τον δρόμο τους καθώς διαθέτουν ισχυρούς θεσμούς και ανταγωνιστική οικονομία, υπάρχουν χιλιάδες Ευρωπαίοι πολίτες εκατέρωθεν που ζουν και ευημερούν στις δύο οικονομικές περιοχές, και μία νέα συνθήκη οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας αργά ή γρήγορα, θα καθορίζει τις σχέσεις επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών.

Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ θα πρέπει να ενσκήψει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα θέματα κοινωνικής συνοχής και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μεγαλύτερης ασφάλειας για τους πολίτες της και ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους, χωρίς να υπονομεύσει τις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας και οικονομίας.

Στην Ελλάδα, η αντίδραση των αγορών μετά το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν εντονότατη, παρόλο που η χώρα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα προσαρμογής σε καθεστώς περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και με τις τράπεζες να διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Προκύπτει, συνεπώς, ως ζητούμενο η προσήλωση της Ελλάδος στην επίτευξη των στόχων του Μνημονίου καθώς οι αγορές, αλλά και οι ηγεσίες στην Ευρωζώνη, εμφανίζουν όλο και μικρότερες πλέον ανοχές στην οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα.

Η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά αλώβητη σε οικονομικό επίπεδο, πέραν της επιπρόσθετης υφεσιακής επίπτωσης από την τυχόν επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι τόσες πολλές και μεγάλες οι διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις στην χώρα, που η ενδεχόμενη αποχώρηση του ΗΒ και η αβεβαιότητα στην ανάληψη επενδυτικού κινδύνου που προκαλεί, να θεωρείται παρωνυχίδα στην επενδυτική προσπάθεια της χώρας».

Σύμφωνα, όμως, με τον Σύνδεσμο η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίσει απρόσκοπτα την εφαρμογή του προγράμματος και να μην υπάρξουν σε καμία περίπτωση καθυστερήσεις ανάλογες με αυτές της πρώτης αξιολόγησης.

«Από την άλλη πλευρά, θα είναι ανεπίτρεπτη και αλόγιστη συμπεριφορά να χαλαρώσουμε την εφαρμογή του προγράμματος και να τρενάρουμε τις διαπραγματεύσεις για τις επόμενες αξιολογήσεις όπως στο παρελθόν. Δεν υπάρχει πλέον ούτε η διάθεση ούτε τα περιθώρια επιεικούς διαχείρισης της ελληνικής ιδιαιτερότητας διότι κάτι τέτοιο τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και φέρνει την Ευρώπη πιο κοντά στην διάσπαση.

Η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων του κράτους βασίζεται στην αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, και κυρίως το ΦΠΑ και ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ο ρυθμός χρηματοδότησης της οικονομίας συνεχίζει να υποχωρεί τον Μάιο του 2016, ενώ η αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων αντιστάθμισε την εκ νέου έντονη εκροή καταθέσεων των νοικοκυριών.

Παράλληλα, το 2015 μειώνονται και πάλι οι αμοιβές των συντελεστών της παραγωγής στη γεωργία, έπειτα από μικρή άνοδο το 2014, ωστόσο η πτώση των τιμών πετρελαίου συνέβαλε στη βελτίωση των όρων εμπορίου στη γεωργία, καθώς οι τιμές εισροών κατέγραφαν πτώση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ενώ οι τιμές εκροών κινήθηκαν ανοδικά.

Η καταγραφή της φτώχειας και ειδικά της υλικής στέρησης, επιβεβαιώνει για το 2015 το δυσανάλογο βάρος που σηκώνουν οι οικογένειες με παιδιά, γεγονός που απορρέει από την επιλογή πολιτικής επιμερισμού των βαρών της κρίσης στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και η σχετική προστασία που διασφαλίζεται για τους συνταξιούχους.

Η παράλληλη εκκόλαψη ακραίων κοινωνικών φαινομένων όπως η μαζική πλέον παρουσία αστέγων σε αστικά κέντρα επιβάλλει την πιο αποτελεσματική χρήση των φόρων που πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Η μεγαλύτερη διαφάνεια σε ότι αφορά τη χρήση των πόρων αυτών είναι ως εκ τούτου επιβεβλημένη», τονίζει ο ΣΕΒ.

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε όλη την έκτακτη επικαιρότητα πρώτοι!

Aποστολή

Ακολουθήστε μας στα

You may also like