Η πραγματικότητα είναι ότι διαχρονικά η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν από χαμηλές επίσημες αμοιβές, υψηλό μερίδιο αδήλωτης εργασίας, δομική υψηλή μακροχρόνια ανεργία, περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης σε νέους, γυναίκες, ΑμεΑ, ηλικιωμένους, χαμηλούς δείκτες ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης και λιγοστές ευκαιρίες ανέλιξης για τους outsiders.
Όλα τα παραπάνω οδηγούσαν σε μια καχεκτική, ρηχή και άδικη αγορά εργασίας για την οποία τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι άνεργοι συμπολίτες μας, και ειδικότερα οι νέοι, είχαν κάθε λόγο να διαμαρτύρονται. Τι άλλαξε τα προηγούμενα χρόνια και τι είναι αυτό που οδηγεί στον μετασχηματισμό της ελληνικής αγοράς εργασίας;», διερωτάται ο υπουργός Επικρατείας.
Και στη συνέχεια, απαντά παραθέτοντας τα σχετικά στοιχεία:
«Είναι πολλές οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης που σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, θα σταθώ σε τρεις από αυτές που αποτελούν πραγματικά τους καταλύτες για την αναδιάταξη της εγχώριας αγοράς εργασίας ώστε σταδιακά να γίνει πιο ανοιχτή, εξωστρεφής, δίκαιη, με περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης και καλύτερες αμοιβές:
* η ψηφιακή κάρτα εργασίας
* η μετατροπή της Επιθεώρησης Εργασίας σε ανεξάρτητη αρχή, και
* η στοχευμένη πολιτική μείωσης τόσο των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζόμενων όσο και της φορολογίας των επιχειρήσεων.
Οι τρεις αυτές πολιτικές – μαζί με την αναδιάρθρωση της ΔΥΠΑ, τις επενδύσεις σε προγράμματα κατάρτισης, τις νέες ρυθμίσεις στήριξης των οικογενειών και της ισότητας στο χώρο της εργασίας – εντόπισαν ότι οι διαχρονικές στρεβλώσεις του ελληνικού εργασιακού περιβάλλοντος οφείλονταν:
* στο υψηλό μη μισθολογικό κόστος που αναγκάζει μέρος των επιχειρήσεων να στρέφεται στην αδήλωτη εργασία