Στα 334,988 δισ. ευρώ αυξήθηκε το δημόσιο χρέος της χώρας στο τέλος του 3ου τριμήνου του 2018, ξεπερνώντας κατά 21,493 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017 και κατά 11,610 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2018, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στην εκταμίευση της τελευταίας δανειακής δόσης του 3ου Μνημονίου, ύψους 15 δισ. ευρώ, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αντιστοιχούσε το 3ο τρίμηνο του 2018 στο 182,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ποσοστό που είναι, για άλλη μια φορά, μακράν το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Eurostat, την «πρωταθλήτρια χρέους» Ελλάδα ακολουθεί η Ιταλία με δημόσιο χρέος ύψους 133% του ΑΕΠ, τρίτη κατατάσσεται η Πορτογαλία με 125%, τέταρτη η Κύπρος με 110,9% και πέμπτο το Βέλγιο με 105,4%. Στον αντίποδα, το χαμηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είχαν η Εσθονία (μόλις 8%), το Λουξεμβούργο (21,7%) και η Βουλγαρία (23,1%).
Η Ελλάδα ήταν η χώρα με τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση χρέους τόσο σε τριμηνιαία όσο και σε ετήσια βάση:
– Σε σύγκριση με το 2ο τρίμηνο του 2018, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε το 3ο τρίμηνο του 2018 κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη αύξηση κατεγράφη στην Κύπρο και έφθασε τις 6,9 ποσοστιαίες μονάδες.
– Σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο του 2017, το χρέος της χώρας μας διογκώθηκε το 3ο τρίμηνο του 2018 κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εκείνο της Κύπρου κατά 9,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο μέσος όρος χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε στο 81% του ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του 2018, οριακά αυξημένος σε σχέση με το 2ο τρίμηνο της περυσινής χρονιάς (80,8% του ΑΕΠ), ενώ σε επίπεδο ευρωζώνης ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στο 86,1% του ΑΕΠ, έναντι 86,3% το 2ο τρίμηνο του 2018.
Το πρωτογενές πλεόνασμα
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 3ο τρίμηνο του 2018 κατεγράφη πρωτογενές πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση ύψους 3,842 δισ. ευρώ, έναντι 3,806 δισ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει η Στατιστική Αρχή, ο τρόπος υπολογισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος διαφέρει από εκείνον που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, καθώς μια σειρά δαπανών και εσόδων αντιμετωπίζονται διαφορετικά (έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, δαπάνες σχετικά με συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και έσοδα από την επιστροφή κερδών που αποκόμισαν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα).
Αύξηση εσόδων από φόρους, αλλά και αύξηση δαπανών
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν επίσης αύξηση των εσόδων από φόρους στο εισόδημα και στην περιουσία (+446 εκατ. ευρώ) αλλά και από φόρους στην παραγωγή και στις εισαγωγές (+297 εκατ. ευρώ) το 3ο τρίμηνο της περυσινής χρονιάς, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017.
Ειδικότερα:
– Τα έσοδα από φόρους στο εισόδημα και στην περιουσία έφθασαν τα 5,491 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2018, έναντι 5,045 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017, αποτελώντας το 23,6% των συνολικών εσόδων από 22%.
– Τα έσοδα από φόρους στην παραγωγή και στις εισαγωγές ανήλθαν σε 8,707 δισ. ευρώ (37,4% των συνολικών εσόδων), από 8,410 δισ. ευρώ (36,6%).
– Οι κοινωνικές εισφορές ανήλθαν σε 6,535 δισ. ευρώ (28,1% των συνολικών εσόδων), από 6,527 δισ. ευρώ (28,4%).
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τα συνολικά έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 302 εκατ. ευρώ και έφθασαν τα 23,260 δισ. ευρώ, έναντι 22,958 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017.
Αυξημένες κατά 441 εκατ. ευρώ ήταν και οι δαπάνες το 3ο τρίμηνο του 2018, που ανήλθαν συνολικά στα 20,892 δισ. ευρώ από 20,451 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017. Οι πρωτογενείς δαπάνες διαμορφώθηκαν στα 19,418 δισ. ευρώ (το 92,9% των συνολικών δαπανών), έναντι 19,152 δισ. ευρώ (93,6%) το 3ο τρίμηνο του 2017, καταγράφοντας αύξηση ύψους 266 εκατ. ευρώ.
Από το σύνολο των πρωτογενών δαπανών:
– Οι κοινωνικές παροχές αυξήθηκαν κατά 300 εκατ. ευρώ και έφθασαν τα 9,611δισ. ευρώ (46% των πρωτογενών δαπανών), έναντι 9,311 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017 (45,5%).
– Οι αμοιβές εξηρτημένης εργασίας αυξήθηκαν κατά 34 εκατ. ευρώ και ανήλθαν σε 5,458 δισ. ευρώ (26,1% των πρωτογενών δαπανών), έναντι 5,424 δισ. ευρώ (26,5%).