«Να ξεκινήσουμε και βλέπουμε». Αυτή είναι η απάντηση ανώτατης πηγής, από την πλευρά των Θεσμών, στο ερώτημα πως οι δανειστές αξιολογούν την κυβερνητική πρόταση για το Ασφαλιστικό. Αν και κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι η πρώτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο, με χαμηλό βαθμό δυσκολίας, η αίσθηση από τις Βρυξέλλες είναι ότι δεν θα είναι μία εύκολη υπόθεση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει διάθεση «ερχόμαστε να τα σπάσουμε».
Με απλά λόγια είναι πολύ νωρίς για προβλέψεις και οι όποιες διαρροές από την μία ή προς την άλλη κατεύθυνση κρίνονται πρόωρες και προβολές επιθυμιών.
Επομένως τίθεται το ερώτημα: χωρίς οι θεσμοί να έχουν μελετήσει το νομοσχέδιο (το οποίο ακόμα μεταφράζεται στα αγγλικά!), χωρίς να έχουν στοιχεία από τα υπουργεία πως ξαφνικά από την πλευρά της η κυβέρνηση αναφέρει ότι υπάρχει συμφωνία από τους θεσμούς σε ό,τι αφορά τις γενικές αρχές της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης;
Παράλληλα, από τις Βρυξέλλες επισημαίνουν ότι υπάρχει ανάγκη να επιτευχθεί μία μακροχρόνια βιώσιμη συμφωνία στην Ελλάδα, ως προς την αντιμετώπιση του εθνικού προβλήματος του ασφαλιστικού συστήματος, παρά ταύτα δεν προκύπτει παρέμβαση από τις ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις για συναίνεση σε Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ και σύμφωνα με πληροφορίες δεν υπάρξει πίεση προς αυτή την κατεύθυνση.
Δείγμα της δύσκολης αξιολόγησης που έρχεται αποτελούν οι δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η πρώτη αξιολόγηση δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί εντός των επόμενων εβδομάδων. «Ας είμαστε ρεαλιστές, η αξιολόγηση θα χρειαστεί μήνες, όχι εβδομάδες για να ολοκληρωθεί», είπε χαρακτηριστικά.
Τα τεχνικά κλιμάκια “πιάνουν” δουλειά από Δευτέρα και στο υπουργείο Οικονομικών προετοιμάζονται, με συνεχείς συσκέψεις, να συλλέξουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν τα κλιμάκια, ενώ εκτός απροόπτου στις 18 Ιανουαρίου οι επικεφαλής του κουαρτέτου θα είναι στην Αθήνα για να ξεκινήσει και επίσημα η αξιολόγηση, με το βάρος να πέφτει στο φορολογικό νομοσχέδιο, το Ασφαλιστικό και στο σχέδιο για τα “κόκκινα δάνεια”.
Οι Θεσμοί περιμένουν προτάσεις για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Αναμένεται ένας δύσκολος μήνας διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση του τελικού νομοσχεδίου για το Ασφαλιστικό, που η κυβέρνηση φιλοδοξεί να κατατεθεί στη Βουλή προς τα τέλη του μήνα. Σύμφωνα με πηγές, ο προβληματισμός των δανειστών είναι η μη ύπαρξη συγκεκριμένης πρότασης από την ελληνική κυβέρνηση για το πως θα καλυφθεί μακροπρόθεσμα η ετήσια δαπάνη χρηματοδότησης του συστήματος, που φτάνει περίπου το 13% του ΑΕΠ και αναμένεται μέχρι το 2020 να φτάσει τουλάχιστον στο απαγορευτικό ποσοστό του 20%. Επίσης, “αγκάθι” αποτελεί η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να έχει, για ακόμα μία φορά, το ρόλο του κακού μεταξύ των άλλων Θεσμών. Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Θεσμοί είναι επιφυλακτικοί με το ύψος 1,5% των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων, ωστόσο η Κομισιόν εμφανίζεται πιο διαλλακτική σε σχέση με το ΔΝΤ.
Παράλληλα, το σχέδιο για επιβολή φόρου επί των τραπεζικών συναλλαγών έχει προβληματίσει τους Θεσμούς, όπου τα πρώτα σχόλια δεν είναι θετικά, διότι αναφέρουν ότι είναι φόρος υπέρ τρίτων. Παρά ταύτα, πληροφορίες επισημαίνουν ότι δεν έχει φύγει το σενάριο αυτό από το τραπέζι, εφόσον όμως υπάρξουν βελτιώσεις.
Το ΔΝΤ πάντως προβλέπεται να μην κάνει πίσω, εμμένοντας στα αιτήματά του και είναι πολύ πιθανό το Ασφαλιστικό να αποτελέσει το μέσο πίεσης προς την Ευρώπη, αλλά και το χαρτί του σε περίπτωση που θελήσει να αποχωρήσει από το πρόγραμμα. Μία τέτοια εξέλιξη δεν είναι επιθυμητή, με τον πρόεδρο του Eurogroup να τονίζει πως το ΔΝΤ δεν σκοπεύει μόνο να επιστρέψει ως τεχνικός σύμβουλος, αλλά και να συμμετέχει στην χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος. «Το ΔΝΤ έχει την πρόθεση να επιστρέψει στο πρόγραμμα και αναμένεται να επιστρέψει με συμμετοχή όχι μόνο ως τεχνικός σύμβουλος αλλά και με συμμετοχή στην χρηματοδότηση», υπογράμμισε, σύμφωνα με το Reuters.
Το Ταμείο έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν συζητά λύσεις για το ασφαλιστικό που λύνουν το πρόβλημα για τα επόμενα 2 με 3 χρόνια, ζητώντας από την κυβέρνηση να προτείνει μία μακροπρόθεσμη λύση 30 ετών και όχι ένα πλάνο για όσο διαρκεί μία θητεία, να μπει το πρόβλημα κάτω από το χαλί για όσο διαρκεί η παρούσα κυβερνητική θητεία.