Οικονομία

ΣτΕ: Συνταγματική η επιβολή του ΦΑΠ στα ακίνητα

ImageHandler.ashx?m=AnchoredFit&f=Ly8xMC Συνταγματικό και σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι το σύστημα επιβολής του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ).

Αυτό αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με πιλοτική απόφασή της (νόμος 3900/2010).

Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε προσφύγει φορολογούμενος και ζητούσε να ακυρωθούν τα εκκαθαριστικά σημειώματα ΦΑΠ  φυσικών προσώπων των ετών 2011 και 2012. 

Πριν πέντε χρόνια  στο  νόμο 3842/2010  προβλέφθηκε ότι από το 2010 και κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται φόρος στην ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα.

Η Ολομέλεια του ΣτΕ  με την υπ΄  αριθμ. 532/2015 απόφασή της έκρινε ότι ο ΦΑΠ δεν είναι αντίθετος στις συνταγματικές επιταγές περί ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος), κ.λπ., ούτε αντιβαίνει τους κανόνες της  ΕΣΔΑ, όπως υποστηρίζει ο φορολογούμενος.

Ακόμη, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι για  τον προσδιορισμό της αξίας της ακίνητης περιουσίας   λαμβάνονται υπόψη γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (τιμές εκκίνησης, επιφάνεια ακινήτου, κ.λπ.), ενώ προβλέπονται απαλλαγές από το φόρο για μη εκμεταλλεύσιμα ακίνητα, αφορολόγητο πόσο μέχρι 200.000 ευρώ, κ.λπ.

Με τα δεδομένα αυτά, υπογραμμίζεται στην απόφαση του ΣτΕ, η επιβολή του ΦΑΠ «δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη» να διαμορφώνει το  φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογικών στοιχείων και επομένως δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις.

Επίσης, αναφέρουν οι δικαστές ότι δεν υπάρχει φορολογική εξομοίωση του ψιλού κυρίου του ακινήτου με τον επικαρπωτή, όπως υποστηρίζει ο φορολογούμενος που προσέφυγε στο ΣτΕ.

Και αυτό γιατί η φορολογική επιβάρυνση του ψιλού κυρίου με τον ΦΑΠ είναι  μειωμένη σε σχέση με εκείνη του επικαρπωτή.

You may also like