Η Ελβετία καταλαμβάνει την πρώτη θέση αποτελεσματικής διαχείρισης και αξιοποίησης ταλέντων σύμφωνα με τον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας ταλέντων (GTCI) 2104, προϊόν συνεργασίας επιχειρηματικών, κυβερνητικών και ακαδημαϊκών φορέων (INSEAD, Human Capital Leadership Institute of Singapore (HCLI) και Adecco Group).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δείκτη, ακολουθούν η Σιγκαπούρη και το Λουξεμβούργο στη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα. Η Ελλάδα κατατάχτηκε στην 50η θέση του παγκόσμιου καταλόγου μεταξύ 93 χωρών, έξι θέσεις πιο πάνω σε σύγκριση με τη θέση που κατείχε στον αντίστοιχο δείκτη του 2013 (56η θέση).
Σημειώνεται ότι ο δείκτης GTCI μετρά την ανταγωνιστικότητα 93 χωρών βάσει της ικανότητάς τους να αναπτύσσουν, να προσελκύουν και να διατηρούν τα ταλέντα. Ο δείκτης GTCI αξιολογεί την κάθε χώρα σε έξι διαφορετικούς πυλώνες: ενεργοποίηση ταλέντου, προσέλκυση ταλέντου, ανάπτυξη ταλέντου, διατήρηση ταλέντου, επαγγελματικές και τεχνικές δεξιότητες και δεξιότητες που άπτονται της παγκόσμιας γνώσης.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι η αναντιστοιχία ταλέντων και επιχειρηματικών αναγκών παγκοσμίως αποτελεί πρόκληση για τις εταιρείες και για τις χώρες, οδηγώντας σε έλλειψη προοπτικών για ολόκληρες οικογένειες, έλλειψη καινοτομίας και ανάπτυξης.
Παρά τα 33 εκατ. υποψηφίων που αναζητούν εργασία σε ΗΠΑ και Ευρώπη, 8 εκατ. θέσεις εργασίας παραμένουν κενές κάθε χρόνο. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα κυβερνήσεις και επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να επενδύσουν στην ανάπτυξη του ταλέντου.
«Είναι αρκετά θετικό το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης αναφορικά με την ανταγωνιστικότητά της ως προς τα ταλέντα που αναδεικνύει, προσελκύει και διατηρεί» ανέφερε ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, γενικός διευθυντής της Adecco Ελλάδας και συνέχισε: «Η Ελλάδα εφέτος, κατατάσσεται στην 50η θέση μεταξύ των 93 χωρών της έρευνας, ανεβαίνοντας έξι θέσεις συγκριτικά με το 2013 και σημειώνοντας σημαντική βελτίωση στην πλειοψηφία των κατηγοριών αξιολόγησης. Παρόλα αυτά, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στη χώρα μας υπογραμμίζουν την ολοένα αυξανόμενη ανάγκη για σωστή διαχείριση των ταλέντων μας».
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα, η εμπειρία από τις χώρες που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις οδηγεί σε έναν αριθμό προτάσεων για βελτίωση των συνθηκών και στις υπόλοιπες χώρες, όσον αφορά στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητάς τους και στη διαχείριση του ταλέντου.
Ειδικότερα, η τυπική εκπαίδευση δεν αρκεί. Δια βίου μάθηση και προσφορά ευκαιριών είναι απαραίτητο να συμπληρώνουν την τυπική εκπαίδευση. Επίσης, οι στρατηγικές ανάπτυξης ταλέντου θα πρέπει να επικεντρώνονται στις δεξιότητες εκείνες που αναζητά ο επιχειρηματικός κόσμος. Τέλος, η ευελιξία σε ό,τι αφορά στο εμπόριο, στις επενδύσεις και στην κινητικότητα του εργατικού δυναμικού αποτελεί βασικό συστατικό της ανταγωνιστικότητας του ταλέντου.