Περίπου 100 δισ. ευρώ καταθέσεων έκαναν… φτερά τα τελευταία πέντε χρόνια από τις ελληνικές τράπεζες στερώντας πολύτιμη ρευστότητα από το εγχώριο πιστωτικό σύστημα. Συγκεκριμένα, ενώ στα τέλη του 2010 οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες έφταναν τα 233 δισ. ευρώ σήμερα πλέον, έπειτα και από το «κύμα» εκροών από τον Δεκέμβριο του 2014 έως και τον Φεβρουάριο, εκτιμάται ότι κυμαίνονται γύρω στα 140 δισ. ευρώ.
Στην προσπάθειά της λοιπόν η κυβέρνηση να δώσει ανάσα στη ρευστότητα των τραπεζών αλλά και στα έσοδα του Δημοσίου, επεξεργάζεται σχέδιο παροχής κινήτρων επαναπατρισμού κεφαλαίων με μειωμένο φόρο και απαλλαγή από κάθε είδους δίωξη.
Αν στα παραπάνω δεδομένα προστεθούν και οι εκτιμήσεις του υπουργού Επικρατείας κατά της Διαφθοράς Π. Νικολούδη για κρυμμένα 120 δισ. ευρώ σε επενδυτικούς λογαριασμούς του εξωτερικού, στους οποίους οι ελληνικές αρχές δεν έχουν άμεση πρόσβαση, είναι σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής των σχεδιαζόμενων κινήτρων επαναπατρισμού κεφαλαίων είναι εξαιρετικά μεγάλο.
Όπως αναφέρουν τα «Νέα», το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει φορολόγηση με συντελεστή της τάξεως του 15% σε όσους αποκαλύψουν κρυμμένα εισοδήματα σε τράπεζες του εξωτερικού. Μάλιστα, θα μπορούν να κρατήσουν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό αφού πρώτα καταβληθεί ο φόρος. Αν αποφασίσουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε επενδύσεις στη χώρα ή στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, τότε υπάρχουν εισηγήσεις ο φόρος να είναι ακόμη μικρότερος.
Πάντως, όσοι δεν ανταποκριθούν στο κάλεσμα της κυβέρνησης για οικειοθελή αποκάλυψη κρυφών καταθέσεων στο εξωτερικό, θα έρθουν αντιμέτωποι με έλεγχο. Το ίδιο όμως και όσοι δεν αποκαλύψουν τα αδήλωτα εισοδήματα εσωτερικού, αναφέρει το δημοσίευμα.
Φλαμπουράρης: Φέρτε τα χρήματα πίσω στην Ελλάδα
«Πρέπει να όλοι οι πολιτικοί, και οι μη πολιτικοί, να φέρουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα. Δίνουμε ένα αγώνα ύπαρξης και χρειάζεται και το 1 ευρώ αυτός ο αγώνας» τόνισε ο κ. Φλαμπουράρης, διευκρινίζοντας πως «άλλο να είσαι σύμβουλος πρωθυπουργού και να τα βγάζεις έξω για να μη σε πιάσουν και άλλο να τα έχεις στο εξωτερικό από το 1912», αφήνοντας αιχμές για τον Γκίκα Χαρδούβελη.