Στο Λουξεμβούργο, έδρα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), θα δοθεί λύση στο ζήτημα των ομαδικών απολύσεων. Ειδικότερα, από το Δ.Ε.Ε. θα δοθεί η απάντηση στο ερώτημα της συμβατότητας της ελληνικής νομοθεσίας για τις ομαδικές απολύσεις με τα σχετικά κείμενα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και αυτό, γιατί το Συμβούλιο της Επικρατείας απέστειλε στο Δ.Ε.Ε. προδικαστικό ερώτημα με αφορμή τις ομαδικές απολύσεις που είχε προγραμματίσει η γαλλικών συμφερόντων εταιρεία «ΑΓΕΤ Γενική Εταιρεία Τσιμέντων Ηρακλής», η οποία ανήκει στον πολυεθνικό όμιλο Lafarge. Οι απολύσεις επρόκειτο να γίνουν στο εργοστάσιο της ΑΓΕΤ στη Χαλκίδα, λόγω της μεγάλης ύφεσης που έχει επέλθει στον κατασκευαστικό οικοδομικό τομέα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Η σχετική διαδικασία για τις ομαδικές απολύσεις ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2011 και διήρκεσε μέχρι τον Απρίλιο του 2013, αφού είχε μεσολαβήσει στο διάστημα αυτό πρόγραμμα εκ περιτροπής εργασίας με μειωμένη εργασία τεσσάρων ημέρων το μήνα. Παράλληλα, οι εκπρόσωποι της εταιρείας κάλεσαν τους εργαζομένους σε διαβούλευση, όπως προβλέπει ο νόμος 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση από την πλευρά τους. Έτσι, η τσιμεντοβιομηχανία υπέβαλε αίτημα στο υπουργείο Εργασίας για την έγκριση των ομαδικών απολύσεων στο εργοστάσιό της στη Χαλκίδα.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδότησε (24.4.2013) ότι οι απολύσεις που ζητούσε η τσιμεντοβιομηχανία δεν έπρεπε να γίνουν, καθώς δεν υπήρχε επαρκής αιτιολογία από την πλευρά της εταιρείας. Και αυτό, γιατί η αναγκαιότητα των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων δεν τεκμηριωνόταν βάσει συγκεκριμένων και εμπεριστατωμένων στοιχείων και επειδή τα επιχειρήματα που προέβαλλε η τσιμεντοβιομηχανία ήταν αόριστα.
Δύο μέρες μετά την εν λόγω αρνητική γνωμοδότηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (26.4.29013) ο υπουργός Εργασίας, επικυρώνοντας ουσιαστικά τη γνωμοδότηση του εν λόγω συμβουλίου, δεν ενέκρινε της σχεδιαζόμενες από την πλευρά της τσιμεντοβιομηχανίας ομαδικές απολύσεις. Στη συνέχεια η ΑΓΕΤ προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του υπουργού Εργασίας με την οποία δεν εγκρίθηκαν οι ομαδικές απολύσεις που σχεδίαζε.
Αμέσως μετά η εταιρεία ξεκίνησε λιγότερες απολύσεις κάθε μήνα, ώστε να μην εμπίπτουν στον νόμο περί ομαδικών απολύσεων. Οι μηνιαίες αυτές απολύσεις κρίθηκαν άκυρες από το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας με σειρά αποφάσεών του.
Υποστηρίζει η τσιμεντοβιομηχανία στην προσφυγή της στο ΣτΕ ότι ο νόμος 1387/1983 για τις ομαδικές απολύσεις είναι αντίθετος στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, και ειδικότερα προσκρούει στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και στην ευρωπαϊκή Οδηγία 98/59/Ε.Κ. «για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις».
Κατόπιν όλων αυτών, το Δ΄ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με Πρόεδρο της Αντιπρόεδρο Μαίρη Σαρπ και εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνο Κουσούλη, απέστειλε με την υπ’ αριθμ. 1254/2015 απόφασή του δύο προδικαστικά ερωτήματα στο Δ.Ε.Ε. ως προς την συμβατότητα του Ελληνικού νόμου περί ομαδικών απολύσεων με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον νόμο 1387/1983 η διενέργεια ομαδικών απολύσεων, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων, εξαρτάται από την παροχή ή μη της σχετικής έγκρισης από το υπουργείο Εργασίας.
Το υπουργείο, πριν αποφασίσει αν θα δώσει ή όχι την άδεια για ομαδικές απολύσεις, ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην εργοδοτική απόφαση με βάση: α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.
Όμως, από την ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν προβλέπονται οι τρεις αυτές προϋποθέσεις ελέγχου από την πλευρά του υπουργείου Εργασίας. Οι επίμαχες προϋποθέσεις ελέγχου τέθηκαν στον νόμο 1387/1983 από τον νομοθέτη για λόγους πρόσθετης προστασίας των εργαζομένων.
Οι Σύμβουλοι Επικρατείας, αφού ερμήνευσαν την ευρωπαϊκή νομοθεσία, έκριναν ότι επιτρέπεται, κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, η θέσπιση συστήματος εγκρίσεως από το υπουργείο Εργασίας με περιεχόμενο:
1) τον έλεγχο τηρήσεως της διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους και 2) της τεκμηρίωσης των λόγων που επικαλείται ο εργοδότης για τις ομαδικές απολύσεις, λόγω της οικονομικής κατάστασης και της βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Παρόλα αυτά, οι Σύμβουλοι Επικρατείας εκφράζουν τον προβληματισμό τους για το αν μπορεί ο υπουργός Εργασίας, προκειμένου να εγκρίνει τις ομαδικές απολύσεις, να εκτιμά προηγουμένως ζητήματα που ανάγονται σε ευρύτερους λόγους κριτηρίων (δηλαδή εξωγενών σε σχέση με την οικονομική κατάσταση και τη βιωσιμότητα της επιχείρησης), όπως είναι οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.
Παράλληλα, το ΣτΕ θέτει το ζήτημα εάν οι ενέργειες ελέγχου από την πλευρά του υπουργείου Εργασίας, πριν από την έγκριση ή όχι των ομαδικών απολύσεων, είναι ανεκτές όταν υπάρχει ανάγκη αντιμετώπισης σοβαρών κοινωνικών συνθηκών, όπως είναι η οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από ασυνήθη και ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά ανεργίας. Να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα το 2013 το ποσοστό ανεργίας ανερχόταν σε 27,3%.
Ακόμη, οι Σύμβουλοι Επικρατείας θέτουν το ερώτημα εάν ένα εθνικό μέτρο, όπως είναι η έγκριση από το υπουργείο Εργασίας των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων, συνιστά περιορισμό των ελευθεριών εγκατάστασης και κυκλοφορίας κεφαλαίων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσθέτουν όμως οι Σύμβουλοι Επικρατείας το ερώτημα εάν δικαιολογείται η επέμβαση στην επιχειρηματική ελευθερία, κάτω από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η οξεία οικονομική κρίση συνοδευόμενη από ασυνήθη και ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά ανεργίας.
Τελικά, το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ απέστειλε στο Δ.Ε.Ε. τα εξής δύο προδικαστικά ερωτήματα:
1) Είναι σύμφωνη με την Οδηγία 98/59/ΕΚ ή τα άρθρα 49 και 63 της ΣΛΕΕ εθνική διάταξη (νόμος 1387/1983), η οποία θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων την εκ μέρους του υπουργείου Εργασίας έγκριση των ομαδικών απολύσεων με κριτήρια: α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας;
2) Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αποφατική, τότε εθνική νομοθετική διάταξη με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Οδηγίας 98/59/ΕΚ ή την ΣΛΕΕ, εφόσον συντρέχουν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι, όπως οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία;