Σαφή αρνητική επίδραση στην αναπτυξιακή πορεία του κλάδου οινοποιίας δημιούργησε η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Όπως επισημαίνεται στη σχετική μελέτη, ο οίνος είναι συνδεδεμένος με την παράδοση και την κουλτούρα των Ελλήνων, γεγονός που συμβάλλει ώστε να παραμένει υψηλά στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Εν τούτοις, οι συνέπειες της κρίσης που πλήττει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών επηρέασαν αρνητικά τον κλάδο. Η αρνητική οικονομική συγκυρία, πέραν της υποχώρησης της ζήτησης που αναπόφευκτα προκαλεί, ευνοεί την υποκατάσταση των εμφιαλωμένων κρασιών από το χύμα κρασί, η ζήτηση του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η εξέλιξη της παραγωγής οίνου διαχρονικά δεν ακολουθεί σταθερή πορεία. Την προηγούμενη πενταετία (περίοδοι 2004/05 έως 2008/09), η εγχώρια παραγωγή υποχώρησε, με μέσο ετήσιο ρυθμό -2,6%. Την τελευταία πενταετία (περίοδοι 2009/10 έως 2013-2014) η παραγωγή κινήθηκε πτωτικά τις τρεις πρώτες περιόδους ενώ στη συνέχεια ανέκαμψε, διαμορφώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής οριακά αρνητικό για την πενταετία συνολικά.
Η εγχώρια οινοπαραγωγή είναι προσανατολισμένη κυρίως στο λευκό κρασί, κατηγορία που συνήθως καλύπτει μερίδιο μεταξύ του 65%-70% του συνόλου. Τα κρασιά με ένδειξη ΠΟΠ και ΠΓΕ καλύπτουν ποσοστό 27%-29% της παραγωγής.
Όπως επισημαίνει η διευθύντρια της Διεύθυνσης Οικονομικών και Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου «η εγχώρια κατανάλωση οίνου (όπως ακριβώς και η παραγωγή) παρουσιάζει σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις και εναλλαγές. Επομένως θεωρείται πιο αντικειμενική η σύγκριση με βάση τον μέσο όρο ανά πενταετία.
Την τελευταία πενταετία η μέση ετήσια κατανάλωση οίνου διαμορφώθηκε σε επίπεδα της τάξης των τριών εκατομμυρίων εκατόλιτρων, μειωμένη κατά περίπου 9% συγκριτικά με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας. Σε ετήσια βάση, η εγχώρια κατανάλωση οίνου την περίοδο 2012/13 σημείωσε μικρή αύξηση (4%) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη οινική περίοδο».
Από το συνολικό μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης οίνου, τα εμφιαλωμένα κρασιά εκτιμάται ότι καλύπτουν ένα ποσοστό κοντά στο επίπεδο του 40% στην παρούσα φάση, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί σε χύμα κρασί (περιλαμβανομένων και των συσκευασιών σε ασκούς).
Αναφορικά με τις εισαγωγές, τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν τη ζήτηση σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα τον βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης και συγκεκριμένα μεταξύ 5%- 8%. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται υποχώρηση των εξαγωγών οίνου μετά το 2010, με τον βαθμό εξαγωγικής επίδοσης να διαμορφώνεται σε περίπου 11% την περίοδο 2011/12 και σε 9,6% την περίοδο 2012/13.
Ο κλάδος της οινοποιίας αποτελείται κατά κύριο λόγο από παραγωγικές επιχειρήσεις. Η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε μεγάλο πλήθος οινοποιητικών μονάδων. Στην πλειοψηφία πρόκειται για μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με την οινοποίηση. Οι μεγάλες οινοβιομηχανίες αν και ολιγάριθμες, καλύπτουν σημαντικό μέρος της παραγωγής, διαθέτοντας στην πλειοψηφία τους σύγχρονες εγκαταστάσεις και ποικιλία προϊόντων.
Επιπλέον, σημαντική είναι η παρουσία στον κλάδο των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών. Οι εισαγωγές οίνου καλύπτουν πολύ μικρό μέρος της εγχώριας αγοράς, ως εκ τούτου είναι περιορισμένος ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων.
Οι επενδύσεις πολλών επιχειρήσεων τα προηγούμενα έτη με στόχο τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας, είχαν σαν αποτέλεσμα την ποιοτική αναβάθμιση και τον εμπλουτισμό της εγχώριας παραγωγής και την προσφορά μεγάλης ποικιλίας προϊόντων κρασιού, που έχουν αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων οινοποιίας βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επιπλέον, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 44 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2012 και 2013.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι συνολικές πωλήσεις των 44 επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 6,2% το 2013 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ παράλληλα σημαντική αύξηση παρουσίασε και το μικτό κέρδος (κατά 9,3%).
Παρά τη βελτίωση στα παραπάνω μεγέθη, τόσο το λειτουργικό, όσο και το τελικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμειναν ζημιογόνα την εξεταζόμενη διετία, ωστόσο οι ζημίες περιορίστηκαν κατά 35% περίπου το 2013. Θετικό στοιχείο ήταν η αξιόλογη βελτίωση σε επίπεδο κερδών EBITDA.