Οι δυο ηγέτες συναντήθηκαν στο Μέγαρο Μαξίμου στο πλαίσιο της επίσκεψης του Νταβίντ Σασόλι στην Ελλάδα για τις εκδηλώσεις των 40 χρόνων από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ
Κατά την έναρξη της συνάντησής τους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε: «Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ David, καλωσόρισες στην Αθήνα και ως εκλεγμένος Πρόεδρος του δημοκρατικότερου θεσμού της Ευρώπης και είμαι σίγουρος ότι θα αισθάνεσαι πάρα πολύ άνετα στην πόλη στην οποία γεννήθηκε η Δημοκρατία. Και βέβαια, η παρουσία σου στις εκδηλώσεις για τα 40 χρόνια από την ένταξη της χώρας μου στην Ευρωπαϊκή οικογένεια είναι κάτι το οποίο τιμά όλους τους Έλληνες. Είναι μία ευκαιρία αναστοχασμού της ως τώρα πορείας μας αλλά και οραματισμού για τις προοπτικές που ανοίγει το αύριο. Άλλωστε είναι μία ευτυχής συγκυρία της ιστορίας αυτή που θέλει την Ελλάδα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να συμβαδίζουν αυτές τις τέσσερις δεκαετίες. Γιατί η υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών συνέπεσε με τις πρώτες ευρωεκλογές, καθώς όπως ίσως δεν το γνωρίζουν ή δεν τον θυμούνται πολλοί, παλαιότερα οι ευρωβουλευτές δεν εκλέγονταν αλλά ορίζονταν από τα κράτη-μέλη. Βέβαια, η πορεία της Ελλάδας στην Ευρώπη συνδυάστηκε με τη σταδιακή ενδυνάμωση του ρόλου του πιο αντιπροσωπευτικού οργάνου της Ένωσης. Ένας ρόλος που αξίζει να ενισχυθεί περισσότερο, διότι όπως συζητάμε εξάλλου και σε κάθε Σύνοδο Κορυφής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρωταγωνιστεί σε όλες τις μεγάλες κοινοτικές τομές που έχουν συντελεστεί: από την κοινή άμυνα στην πανδημία, τους εμβολιασμούς, το ενιαίο πιστοποιητικό COVID-19, μέχρι φυσικά την εμβληματική πρωτοβουλία, την καθιέρωση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Και, μάλιστα, διάβασα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον σε συνέντευξη που έδωσες, σήμερα, σε μεγάλη καθημερινή ελληνική εφημερίδα, τις σκέψεις σου, οι οποίες είναι και δικές μας σκέψεις για την ενδεχόμενη δυνατότητα το Ταμείο Ανάκαμψης να καταστεί ένας σταθερός, ένας μόνιμος θεσμός, ένα μόνιμο χρηματοδοτικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αυτό προϋποθέτει φυσικά -όπως σωστά είπες- ότι τα κράτη-μέλη θα αξιοποιήσουν τους πόρους του Ταμείου προς τη σωστή κατεύθυνση. Απάντηση στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων με κοινωνική φροντίδα, ψηφιακός μετασχηματισμός, εκπαίδευση και κατάρτιση της νέας γενιάς. Αυτές θα είναι οι προκλήσεις που θα κληθούμε από κοινού να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια καθώς η πανδημία πια σταδιακά υποχωρεί σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Ο αγώνας -και θα κλείσω με αυτό- για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας, τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και την περιθωριοποίηση του λαϊκισμού, είναι ένας αγώνας κοινός και συνδέεται και με την καλλιέργεια αυτού που αποκαλούμε: Κοινού Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής. Με μία φράση δική σου, την οποία βρήκα εξαιρετικά εύστοχη: την πολιτιστική αναγέννηση της οικονομίας. Με αυτές τις λίγες σκέψεις σε καλωσορίζω και πάλι στην Αθήνα, σε μία πολύ σημαντική επέτειο για τη χώρα μας, η οποία συμπίπτει και με την έναρξη του διαλόγου, μέσω της Διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης και προσβλέπω πάντα σε μία πολύ στενή συνεργασία για να συζητάμε κοινούς προβληματισμούς και να μοιραζόμαστε τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες ανησυχίες για το μέλλον της κοινής μας ευρωπαϊκής οικογένειας».
Από την πλευρά του, ο κ. Σασόλι είπε: «Αγαπητέ κ. Πρωθυπουργέ, αγαπητέ Κυριάκο, είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που μετά από πολύ καιρό σε ξανασυναντώ, σας ξανασυναντώ. Δυστυχώς, δεν υπήρξε η δυνατότητα να ταξιδέψουμε, δεν ήταν εύκολο να ταξιδέψουμε, τους προηγούμενους μήνες. Η επιστροφή στην Ελλάδα, λοιπόν, για εμάς είναι σαν την επιστροφή στο σπίτι μας. Η παρουσία μου εδώ για τον εορτασμό, συμπίπτει με τον εορτασμό τον 40 χρόνων από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Ένα γεγονός ακόμα πιο σημαντικό βεβαίως γιατί δίνει τη δυνατότητα σε όλους να αντιμετωπίσουμε, να σκεφτούμε, να αναλογιστούμε από κοινού τις προκλήσεις του μέλλοντος και να μπορέσουμε πραγματικά να δώσουμε ευρωπαϊκές απαντήσεις στις προκλήσεις που έχουμε ενώπιον μας. Οι δεκαπέντε αυτοί μήνες που προηγήθηκαν μας δίδαξαν πολλά. Μας έδωσαν πολλά μαθήματα. Μας δίδαξαν ότι χρειάζεται να δρομολογήσουμε σε πιο σωστές βάσεις κάποιους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.Μας δίδαξαν ότι χρειάζεται να εργαστούμε γύρω από κοινά εργαλεία. Μας δίδαξαν, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο οι θεσμοί των Βρυξελλών αλλά και οι εθνικοί θεσμοί. Πρέπει να μειώσουμε τις αποστάσεις ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τις πρωτεύουσες των χωρών μας.
Αγαπητέ Κυριάκο, οι δεκαπέντε αυτοί μήνες μας είπαν τι λειτουργεί και τι δεν λειτουργεί. Διότι για κάποια πράγματα πρέπει να είμαστε και υπερήφανοι. Ένα πράγμα για το οποίο θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι είναι το γεγονός ότι αμέσως συνειδητοποιήσαμε ότι οι παλιοί κανόνες,οι κανόνες του παρελθόντος, δεν είναι επαρκείς για να αντιμετωπίσουμε τις τωρινές προκλήσεις και τις προκλήσεις του μέλλοντος.Και, βεβαίως, αυτή η συνειδητοποίηση μας απέτρεψε από το να υποπέσουμε στα λάθη του παρελθόντος, που η Ελλάδα και οι πολίτες της γνωρίζουν πάρα πολύ καλά. Καταλάβαμε επίσης όμως και τι είναι αυτό που θα πρέπει να λειτουργήσει καλύτερα. Για παράδειγμα ότι χρειαζόμαστε νέες δεξιότητες για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί όπου υπήρξε δεξιότητα ή ενδεχομένως και αρμοδιότητα τότε υπήρξαν και επαρκείς απαντήσεις. Εκεί όπου η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μονάχα υποβοηθητική ή αν θέλετε σε επίπεδο αντικαταστάτη, τότε οι απαντήσεις είναι ανεπαρκείς. Όσον αφορά στο Νext Generation και στα σχέδια ανάκαμψης εκεί μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι. Όμως στον τομέα της υγείας και της μετανάστευσης, όχι δεν είμαστε ικανοποιημένοι. Δεν είμαστε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητά να έχει αρμοδιότητα για να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις. Συνεπώς το θέμα της λειτουργίας και της επαρκούς λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο covid το έθεσε στο τραπέζι, στο προσκήνιο. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ρεαλισμό. Όχι με ιδεολογία αλλά με ρεαλισμό. Και οι περιστάσεις, σήμερα, δείχνουν ότι η λειτουργία της Ευρώπης πρέπει να είναι πιο αποτελεσματική. Και με την πανδημία του covid σήμερα στο τραπέζι τίθενται πάρα πολλές προκλήσεις που δεν αφορούν μονάχα την οικονομία.
Σήμερα, με τα σχέδια ανάκαμψης η Ευρώπη δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις και στα εθνικά κοινοβούλια. Δεν αρκεί όμως αυτό, δεν φτάνει αυτό, γιατί συνειδητοποιούμε ότι η κρίση που βιώνουμε είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που φανταζόμασταν. Γι’ αυτό, αγαπητέ, Κυριάκο με χαροποιεί ιδιαιτέρως το γεγονός ότι, πραγματικά, συνειδητοποίησες ότι θα ήταν χρήσιμο και σημαντικό αυτού του είδους τα εργαλεία να καταστούν σταθερά και μόνιμα. Γιατί αν είναι επαρκή και χρήσιμα για τους 15 αυτούς μήνες κρίσης θα μπορούν να είναι και για το μέλλον και πιστεύω ότι αυτή είναι μία πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε από κοινού.
Και, βεβαίως, μία έκφραση της επιθυμίας να βελτιωθεί η λειτουργία της ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η διαδικασία της διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης. Και χάρηκα ιδιαιτέρως που ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου με ενημέρωσε για την μεγάλη προσοχή που δίνεται σε αυτό το θέμα. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση, αυτή την πραγματικότητα χωρίς ταμπού για να καταφέρουμε να βελτιωθούμε. Και αυτό θα πρέπει να γίνει από κοινού σε συνεργασία με τους νέους, με τους θεσμούς, με τη βιομηχανία, με τις επιχειρήσεις, με το χώρο της εργασίας, της απασχόλησης, και βεβαίως με την κοινή γνώμη. Μας δίνεται η ευκαιρία πραγματικά να βγούμε στα ανοιχτά, να βγούμε στο πέλαγος. Δεν πρέπει να φοβόμαστε.
Ευχαριστώ πραγματικά από καρδιάς για τη δυνατότητα αυτή της ανταλλαγής. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και είναι πραγματικά μεγάλη τιμή να είμαι εδώ για τον εορτασμό των 40 ετών από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια».
«Ευχαριστώ. Μία σκέψη μόνο να συμπληρώσω σε συνέχεια όσων πολύ ουσιαστικών είπες αγαπητέ David. Την τελευταία φορά που επισκέφτηκες τη χώρα μας ήταν εν μέσω μιας μεγάλης κρίσης. Και δεν αναφέρομαι στην υγειονομική κρίση του covid, αλλά στην προσφυγική μεταναστευτική-κρίση όταν δεκάδες χιλιάδες κατατρεγμένοι πρόσφυγες και μετανάστες επιχείρησαν με κρατική ενθάρρυνση να περάσουν τα σύνορα Τουρκίας και Ελλάδας και να εισέλθουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τότε η Ελλάδα στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων προστάτεψε τα σύνορα της Ελλάδας, τα σύνορα της Ευρώπης. Και χάρηκα ιδιαίτερα που και οι εκπρόσωποι των τριών ευρωπαϊκών θεσμών εντός λίγων ημερών βρέθηκαν μαζί μου στον Έβρο για να στείλουν αυτό το μήνυμα με απόλυτη σαφήνει: Ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι σύνορα της Ευρώπης και ότι δεν γίνεται να χρησιμοποιούνται πρόσφυγες και μετανάστες ως πιόνια σε ένα μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Και θέλω να σε ευχαριστήσω -ακόμα μία φορά- γιατί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι στην πρώτη γραμμή πιέζοντας τους υπόλοιπους Ευρωπαϊκούς θεσμούς να μπορέσουμε επιτέλους να συνεννοηθούμε και με αίσθημα αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης να υλοποιήσουμε το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο θα δώσει μία κοινή ευρωπαϊκή απάντηση σε μία κοινή πρόκληση» απάντησε ο κ. Μητσοτάκης.
«Αγαπητέ κύριε Πρωθυπουργέ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που αναφερθήκατε στην τελευταία και προηγούμενη επίσκεψή μου, στην Ελλάδα, που όντως έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της τεράστιας αυτής κρίσης. Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, κατά την οποία η Τουρκία προσπαθούσε πραγματικά να εργαλειοποιήσει -να χειραγωγήσει με συγχωρείτε- να χρησιμοποιήσει άντρες, γυναίκες και παιδιά. Εμείς χρειαζόμαστε μία ευρωπαϊκή πολιτική, βεβαίως για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Σαφώς υποστηρίζουμε το νέο αυτό Σύμφωνο, το οποίο προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά θέλουμε να είμαστε ακόμα πιο φιλόδοξοι. Κανένας δεν πρέπει να επιτρέπει να μην υπάρχει επαρκής αντιμετώπιση, σε αυτό το φαινόμενο κυρίως στις χώρες που είναι πιο εκτεθειμένες σε αυτό. Και ξέρετε, αισθανόμαστε και ένα αίσθημα ματαίωσης ενίοτε, γιατί συνειδητοποιούμε ότι γίνονται προσπάθειες ενθάρρυνσης υποβοήθησης αυτού του φαινομένου. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα ήθελα να πω ότι, όντως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσπαθεί να καταδείξει ότι τα ελληνικά σύνορα είναι και Ευρωπαϊκά σύνορα. Και πρέπει να αναφέρω, επίσης, ότι υπάρχουν τεράστιες εντάσεις και πιέσεις πέραν της Ευρώπης και εκτός της Ευρώπης οι οποίες επηρεάζουν σαφώς στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και περισσότερο από ποτέ είναι απαραίτητη η ενδυνάμωση της ασφάλειας στην Ευρώπη» πρόσθεσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στη συνάντηση συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ο Γ΄ Γενικός Διευθυντής ΥΠΕΞ, Πρέσβης Λεωνίδας Ροκανάς, η Διευθύντρια Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, Πρέσβης Ελένη Σουρανή και ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Πρέσβης Ιωάννης Βράιλας.