Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε και το ζήτημα του εμπάργκο όπλων στην τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος
Η – συνηθισμένη , σε ανάλογες περιπτώσεις – «διαρροή» αποσπασμάτων του προσχεδίου της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε διεθνή μέσα ενημέρωσης δίνει τον τόνο ενόψει της έναρξης της Συνόδου, σε μερικές ώρες: παρότι η γερμανική πλευρά – δια στόματος Μέρκελ – ελάχιστα άνοιξε τα χαρτιά της , είναι προφανές ότι αντιλαμβάνεται πως έχει έλθει η ώρα κάποιων αυστηρότερων κυρώσεων για την Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιτρέψει να έχουν έναν ισχυρό μηνυματικό χαρακτήρα.
Η ενημέρωση που έδωσε η ελληνική πλευρά για την παρέμβαση Μητσοτάκη στην καθιερωμένη (τηλε)διάσκεψη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, δείχνει ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη για μία σκληρή διαπραγμάτευση επί του εύρους των κυρώσεων: ο πρωθυπουργός επανέλαβε τα περί «προσχηματικής απόσυρσης» του Oruc Reis – και για άλλη μία φορά τόνισε ότι η Ευρώπη οφείλει, στη βάση και των προηγούμενων αποφάσεών της, να στείλει ένα σαφές μήνυμα στην Τουρκία να εγκαταλείψει τις προκλήσεις και τις μονομερείς ενέργειες.
Το προσχέδιο της απόφασης περιλαμβάνει συγκεκριμένες φράσεις καταδίκης των τουρκικών κινήσεων – αλλά το εύρος της αναβάθμισης των κυρώσεων θα γίνει αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης, καθώς Ελλάδα και Κύπρος διαθέτουν μεν αρκετές συμμαχίες, ωστόσο βρίσκονται απέναντι σε ένα «σκληρό», ολιγομελές γκρουπ, στο οποίο περιλαμβάνονται κάποιες από τις ισχυρότερες δυνάμεις της Ένωσης, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στους ομολόγους του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα, έθεσε και πάλι το ζήτημα του εμπάργκο επιθετικών όπλων στην Τουρκία: ο κυριότερος αποδέκτης του ελληνικού μηνύματος είναι προφανώς η γερμανική πλευρά – και η μεγάλη τουρκική παραγγελία για τα λεγόμενα «αόρατα» υποβρύχια, τα οποία διαθέτει προς το παρόν μόνον η χώρα μας.
Το Βερολίνο έχει προς το παρόν τηρήσει σιγή ασυρμάτου για το ζήτημα. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι χώρες , που μην έχοντας ανάλογα συμφέροντα, θα μπορούσαν να στηρίξουν την ελληνική θέση.
Ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν έδειξε χθες ότι δεν αναμένει κάποια εξέλιξη που θα τον ανάγκαζε να αλλάξει στάση. Μάλιστα, έσπευσε να πραναγγείλει ότι οι όποιες κυρώσεις δεν θα έχουν την παραμικρή επίπτωση στην Τουρκία. Στην Άγκυρα εκτιμούν ότι η απόσυρση του Oruc Reis έδωσε στις χώρες που δεν θέλουν την διασάλευση της οικονομικής τους σχέσης με την Τουρκία, την δικαιολογία προκειμένου να προτρέψουν για έναν ελληνοτουρκικό διάλογο, αποφεύγοντας την επιβολή κυρώσεων.
Από την άλλη πλευρά, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν , μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση γερμανικού Ιδρύματος φρόντισε να χαρακτηρίσει «απογοητευτικά» τα αποσπάσματα του προσχεδίου που «διέρρευσαν», για να καλέσει τις ευρωπαϊκές χώρες να μην χρησιμοποιούν την γλώσσα των κυρώσεων απέναντι στην Τουρκία – «επειδή δεν πρόκειται ποτέ να λειτουργήσουν», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Βεβαίως, υπάρχει το ενδεχόμενο ο Δεκέμβριος να δώσει την θέση του στον Μάρτιο – για τότε έχει προγραμματιστεί η επόμενη Σύνοδος Κορυφής: όπως έλεγε στο «Politico» έμπειρος διπλωμάτης των Βρυξελλών , ο οποίος δεν κατονομάστηκε , «θέλουμε να δώσουμε χρόνο στη διπλωματία». Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ένωση θα αρκεστεί και αυτή τη φορά σε κάποιες προειδοποιητικές βολές προς την πλευρά Ερντογάν, αφήνοντας για τον επόμενο Μάρτιο την πιο έντονη αντίδραση στις πρακτικές του.