Επαναφορά τροπολογίας που κατήργησε σαν κυβέρνηση, ζητά η Κοινοβουλευτικη Ομάδα της Κουμουνδούρου
Μάχη υποκρισίας έχει ανοίξει στην Ολομέλεια της Βουλής με τον ΣΥΡΙΖΑ να ζητά με τροπολογία την επαναφορά της διάταξης που κατήργησε ως κυβέρνηση επιτρέποντας στα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής να διατηρούν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να μετέχουν σε εκλογές παρά την καταδίκη τους ως ηγετικά μέλη εγκληματικής οργάνωσης.
Την ώρα που η ηγεσία του κόμματος αποδοκιμάζει τον Σταύρο Κοντονή που είπε πως ήταν λάθος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η αφαίρεση της διάταξης που θα επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την ποινική μεταχείριση των στελεχών του νεοναζιστικού μορφώματος, η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Κουμουνδούρου ζητά από την σημερινή κυβέρνηση την επιστροφή της επίμαχης ρύθμισης αναγνωρίζοντας το ιστορικό της λάθος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σχετική τροπολογία αναμένεται να καταθέσει και το Κίνημα Αλλαγής διευρύνοντας τις παρεπόμενες ποινές όχι μόνο στα πρόσωπα αλλά και σε κόμματα.
Συγκεκριμένα οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητούν προσθήκη στον εκλογικό νόμο που να προβλέπει 10ετή στέρηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε όσους έχουν καταδικαστεί για συγκεκριμένα βαρύτατα κακουργήματα και δια παντός στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ειδικά για όσους έχουν καταδικαστεί για εγκληματική οργάνωση. Σχεδόν οι ίδιες πρόνοιες προβλέπονταν από τον Ποινικό Κώδικα εως τον Ιούνιο του 2019 όταν και η τότε κυβέρνηση τις κατήργησε.
Πιο αναλυτικά, η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει: «Με την τροποποίηση του ν. 4619/2019 η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο αντικαταστάθηκε από το θεσμό της αυτοδίκαιης επέλευσης της αποστέρησης, ως συνέπειας της καταδίκης σε συγκεκριμένο είδος ή ύψος ποινής ή για συγκεκριμένο έγκλημα, όπως προσδιορίζεται ειδικά από το νομοθέτη στην ειδική εκλογική νομοθεσία. Η Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή που εισηγήθηκε στην ελληνική πολιτεία το σχέδιο του Νέου Ποινικού Κώδικα επέλεξε αυτή τη λύση, θεωρώντας παρωχημένο το θεσμό, αφού σε μια σύγχρονη ποινική δίκη το δικαστήριο επικεντρώνεται στην αναζήτηση της ενοχής του κατηγορουμένου και στην επιβολή της κύριας ποινής και ότι θα αρκούσε και θα επιτάχυνε την επέλευση της εν λόγω συνέπειας η αυτοδίκαιη επέλευσή της.
Παρά τις τροποποιήσεις που μεσολάβησαν από τη θέσπιση του του ν. 4619/2019, τόσο στον ίδιο νόμο, ιδίως με το ν. 4637/2019, όσο και στο ΠΔ 26/2012, με το ν. 4648/2019, παραλείφθηκε η ολοκλήρωση του αναγκαίου πλαισίου που θα επέτρεπε τη συνέχεια του θεσμού υπό την καινούρια του μορφή.
Εξάλλου, η θεσπιζόμενη με την παρούσα τροπολογία συνέπεια δεν συνιστά ποινή, αλλά έννομη συνέπεια καταδικαστικής απόφασης, που επέρχεται αυτόθροα και μπορεί να εφαρμοστεί και αναδρομικά, δηλ. ακόμη και σε σχέση με καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν ήδη επιβληθεί».
Η νέα ρύθμιση που ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετηθεί έχει ως εξής: «Η περ. β) του άρθρου 5 του π.δ. 26/2012 «Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών» (Α’ 57) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, ως συνέπεια που επέρχεται αυτοδίκαια, όσοι αα) έχουν καταδικαστεί σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, ββ) έχουν καταδικαστεί σε κάθειρξη για τα κακουργήματα των άρθρων 134, 135, 137Α, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148, 157, 159 και 159Α του Ποινικού Κώδικα. Επίσης αποστερούνται αυτοδίκαια και διαρκώς το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι όσοι έχουν καταδικαστεί σε οποιαδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας για τα εγκλήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα («εγκληματική οργάνωση»)».