Πολιτική

Θόδωρος Πάγκαλος: «Ο μεγάλος αιρετικός – «Ρώτησε κανείς την αγελάδα πώς αισθάνεται που χύνει το γάλα»;

«Πρωινό καθημερινής στην πλατεία Κολωνακίου. Σε ένα από τα διασημότερα καφέ της περιοχής, στέκι πολιτικών και επιχειρηματιών, οι μηχανές μπαίνουν μπροστά, οι πόρτες ανοίγουν, τα φώτα ανάβουν. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με ένα αυτοκίνητο που σταθμεύει με alarm επάνω ακριβώς στην πλατεία Φιλικής Εταιρίας. Λίγα λεπτά αργότερα μια γνώριμη ανδρική φιγούρα βγαίνει με βήμα αργό από κάποια παρακείμενη πολυκατοικία και με τη βοήθεια δύο ανδρών επιβιβάζεται στο εν λόγω αυτοκίνητο. Είναι ο Θόδωρος Πάγκαλος», έγραφε στο «Πρώτο Θέμα» η δημοσιογράφος Ρομίνα Ξύδα

Ο «μπίτνικ» της δεκαετίας του ’60, ο αγωνιστής της ΚΚΕ, ο εξόριστος αριστερός, ο τυπάς που τριγυρνούσε στους διαδρόμους της Νομικής παρέα με το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, ο ο «El Toro» της πλατείας, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, με το πληθωρικό ανάστημα και τον χειμαρρώδη λόγο. Ο άνθρωπος με το συνοφρυωμένο ύφος και την μπάσα φωνή που μόνο δύο οντότητες ερωτεύτηκε παράφορα στη ζωή του: την πολιτική και τη γυναίκα. Πάλεψε και για τις δύο. Τις κατέκτησε και τις δύο. Συγκρούστηκε και με τις δύο. Χώρισε και με τις δύο. Από την πρώτη, το 2012, όταν έκλεισε την πόρτα του Ελληνικού Κοινοβουλίου με τη φράση: «Αποσύρομαι από την πολιτική. Δεν θα δώσω τη δυνατότητα στον λαό να με ψηφίσει. Δεν θα είμαι υποψήφιος. Είμαι 74 ετών, 32 χρόνια στο Κοινοβούλιο και θεωρώ ότι κάποτε αυτή η δυνατότητα ανταλλαγής ατόμου και του λαού λήγει». Με τη δεύτερη -τη γυναίκα- το κλείσιμο της πόρτας από τα χέρια του Θόδωρου Πάγκαλου ήχησε έντονα τρεις φορές αφήνοντας πίσω του μια απέραντη σιωπή… 

Το πρώτο στεφάνι

Μέσα δεκαετίας του ’50. Ο έφηβος γιος του αξιωματικού της αεροπορίας Γεωργίου Πάγκαλου και εγγονός του στρατηγού και δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου, μεγαλωμένος σ’ ένα σπίτι έντονα πατριωτικό, σχεδόν ζωσμένος από πορτρέτα μεγάλων προγόνων και κειμήλια ένδοξων μαχών, δεν είναι ένα παιδί όπως όλα τα άλλα. Στην πραγματικότητα διαφέρει σε πολλά από τους πολλούς. Η υψηλή ευφυΐα του σε συνδυασμό με μια επιμελώς κρυμμένη ευαισθησία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στην επιβολή αυταρχικών τάσεων και μονομερών κανόνων. Ο μικρός Θόδωρος είναι έτοιμος να συγκρουστεί μετωπικά με όλα εκείνα που πιέζουν τον ίδιο ή τους άλλους, αδιάφορο αν ματώσει από το μαστίγιο κάποιου αστυνομικού. Κάπως έτσι, το 1956, στα 18 του χρόνια, ο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Θόδωρος Πάγκαλος μπαίνει στη Νεολαία Λαμπράκη  και λίγο αργότερα στην περίφημη ΔΑΣ 114 (Δημοκρατική Αντίσταση Σπουδαστών), μια οργάνωση που μαχόταν για την αποκατάσταση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, την υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου και την προάσπιση της δημοκρατίας: «Η ΔΑΣ ήταν μία οργάνωση χωρίς κόμπλεξ. Ηταν για να παίξουμε ξύλο, για να αμυνθούμε, γιατί μας είχαν ενοχλήσει μέσα στις σχολές. Επαιξε τον ρόλο της σε μεγάλη έκταση, έδειρε ασφαλίτες, τους πέταξε έξω από τα πανεπιστήμια», είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του. Την ίδια περίοδο, ο πάντα γεμάτος αντιφάσεις Πάγκαλος συχνάζει στην παράγκα του Σίμου του υπαρξιστή, σνομπάρει την «γενιά μπιτ» ή αλλιώς τους γόνους ευκατάστατων οικογενειών που γλυκαίνουν τη νιότη τους με πάστες στην πλατεία Κολωνακίου, επιδίδεται με πάθος σε πολιτικές συζητήσεις στο θρυλικό καφενείο «Βυζάντιον», διασκεδάζει σε ξέφρενα πάρτυ, συμμετέχει σε διάφορα κινήματα γύρω από την αμφισβήτηση (υπαρξισμός, κίνημα των μπίτνικ, τζαζ) και ερωτεύεται δυνατά για πρώτη φορά στη ζωή του.

Το κορίτσι που του κλέβει την καρδιά ακούει στο όνομα Ιωάννα Λυμπέρη. Είναι όμορφη, από καλή οικογένεια, απόφοιτη ενός από τα καλύτερα σχολεία των Αθηνών, λατρεύει τις τέχνες, το διάβασμα και την επανάσταση απέναντι σε κάθε μορφής καταπίεση. Παντρεύονται στις αρχές του 1963. Εκείνος είναι 25 ετών, εκείνη μόλις 19. Το πρώτο καλοκαίρι του έγγαμου βίου τους το περνούν στην Αλόννησο, σ’ έναν ερημικό όρμο με μοναδική συντροφιά την οικογένεια ενός ψαρά, μερικά βιβλία και τον μεγάλο τους έρωτα. Εκείνες οι μέρες της απόκοσμης σιωπής ήταν από τις ελάχιστες στην κοινή ζωή του ζευγαριού. Το μέλλον επιφύλασσε και για τους δύο τον εκκωφαντικό θόρυβο που τόσο πολύ αγαπούσε ο Πάγκαλος… Δύο χρόνια μετά τον γάμο του, το 1965, το ζευγάρι φεύγει για Παρίσι, καθώς ο Πάγκαλος έχει πάρει υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση για μεταπτυχιακές σπουδές. Κάνουν κολλητή παρέα με τον Μίκη Θεοδωράκη, μένουν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Πόλης του Φωτός, η Ιωάννα σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη και Αρχιτεκτονική στην Ανωτάτη Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ ο Θόδωρος, μετά την κατάκτηση της διδακτορικής διατριβής του στα Οικονομικά μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Universite Paris 1 – Pantheon Sorbonne) ως επίκουρος καθηγητής και στον αγώνα κατά της χούντας του Παπαδόπουλου ως σημαίνον στέλεχος της αναθεωρητικής εκδοχής των κομμουνιστών.


fott3

Η Ιωάννα Λυμπέρη


fott1

Στα χρόνια της χούντας, στο Παρίσι: Η Ιωάννα Λυμπέρη και ο Θόδωρος Πάγκαλος, ο Βασίλης Βασιλικός και η Μαρία Φαραντούρη και το ζεύγος Σουγιούλ

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Πάγκαλος δεν είναι για την πατρίδα τίποτε παραπάνω από ένα ύποπτο και επικίνδυνο στοιχείο και οι φορές που την επισκέπτεται για τις ανάγκες του αγώνα μοιάζουν μετρημένες στο δάχτυλα του ενός χεριού. Τις ελάχιστες αυτές φορές κυκλοφορεί μεταμφιεσμένος και υποδύεται τον τουρίστα ως σύζυγος κάποιας Γαλλίδας. Το 1968 του αφαιρείται η ελληνική υπηκοότητα, ενώ στις αρχές του ’70 Γάλλοι αστυνομικοί χτυπούν την πόρτα του διαμερίσματος του στο Παρίσι λέγοντάς του: «Κύριε Πάγκαλε, έχουμε ένταλμα σύλληψης και απέλασής σας από τη Γαλλία». Η Ιωάννα βάζει τα κλάματα, το ίδιο και η μόλις 2 ετών κόρη του ζευγαριού Αριάδνη. Η κατηγορία που βαραίνει τον επίκουρο καθηγητή της Σορβόννης και ως εκ τούτου δημόσιο υπάλληλο της Γαλλίας είναι μεγάλη: μεταφορά και αποστολή στην Ελλάδα δύο πιστολιών και πολλών γεμιστήρων. Ο Πάγκαλος οδηγείται στο Ιλ Ντε Λα Σιτέ και το μόνο πράγμα για το οποίο έχει πλέον δικαίωμα είναι να κάνει μερικά τηλεφωνήματα, τα οποία εκ των υστέρων θα αποτελέσουν και τη σωτηρία του. Υψηλά ιστάμενο πρόσωπο της γαλλικής κυβέρνησης διατάσσει την παραμονή του στη Γαλλία, με τον νομάρχη να τον προειδοποιεί: «Κύριε Πάγκαλε, μας φέρατε σε πολύ δύσκολη θέση. Αποφασίσαμε να δείξουμε τη συμπάθειά μας προς τη δημοκρατία και τους αγώνες του ελληνικού λαού και να σας αφήσουμε να μείνετε στη Γαλλία. Ωστόσο, πλέον, η παραμικρή κίνησή σας θα τιμωρηθεί αμείλικτα. Και τότε θα σας στείλουμε πίσω στην Ελλάδα».

Τα βήματα του Πάγκαλου από δω και στο εξής είναι πιο προσεκτικά αλλά δεν παρεκκλίνουν στιγμή από τον δρόμο που ορίζουν οι αρχές του κόμματος και οι επιταγές της ελευθερίας. Η πρώτη «λοξοδρόμηση» πραγματοποιείται το 1974, όταν μετά την πτώση της χούντας είναι πλέον μέλος του ΠΑΣΟΚ. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας η σχέση του με την Ιωάννα δεν είναι πια όπως παλιά. Εκείνη λατρεύει να πηγαινοέρχεται στο Παρίσι, εκείνος επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να συμμετέχει στα δρώμενα της Μεταπολίτευσης όχι ως απλός κομπάρσος αλλά ως μεγάλος πρωταγωνιστής. Το διαζύγιό τους μονόδρομος, όπως ακριβώς η αγάπη, η φιλία και ο αμοιβαίος σεβασμός που τρέφει ο ένας για το πρόσωπο του άλλου έως σήμερα…

Ο δεύτερος μεγάλος έρωτας

Η επιστροφή του Πάγκαλου στην Ελλάδα συνοδεύεται από μια βαθιά εκτίμηση της πλειονότητας του πολιτικού κόσμου απέναντι στο πρόσωπό του, με τη λεωφόρο των πολιτικών δαφνών να είναι ήδη στρωμένη για εκείνον. Η πολιτική θητεία του ξεκινά επισήμως τον Οκτώβριο του 1981, όταν εκλέγεται βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, οι πάντες ωστόσο γνωρίζουν το μαχητικό παρελθόν του καθώς και το πλασμένο για ανώτερα πολιτικά κλιμάκια κάρμα του. Οπερ και εγένετο.

Παράλληλα, όλοι μιλούν για τον απίστευτη έλξη που ασκεί στο γυναικείο φύλο. Είναι ιδιαίτερα μορφωμένος, ασύλληπτα διαβασμένος, προικισμένος με έναν ελιτίστικο σνομπισμό και ταυτόχρονα μία εκφραστική μπρουταλιτέ. «Χωρίς να είναι ποτέ όμορφος, ο Θόδωρος ήταν πάντα γοητευτικός», λέει κάποια κυρία εκείνης της εποχής και συνεχίζει: «Το ανεπιτήδευτο, σχεδόν χύμα, στυλ του, το φλεγματικό χιούμορ του και ο τρόπος που διεκδικούσε τα πράγματα και τις καταστάσεις έκαναν πολλές γυναίκες να τον ερωτευθούν. Εκείνος, ωστόσο, αν και λάτρης του γυναικείου φύλου, δεν χάριζε εύκολα τον εαυτό του. Αν ο Θόδωρος δεν ερωτευόταν τρελά δεν ήταν δίπλα σου. Δεν χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Πόσο μάλλον στον υπό προϋποθέσεις έρωτα».

Ο άνευ προϋποθέσεων έρωτας χτυπά την πόρτα του Πάγκαλου για δεύτερη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Πίσω της στέκει η Ιωάννα Καυταντζόγλου, απόγονος του αρχιτέκτονα και μεγάλου εκπροσώπου του αρχιτεκτονικού νεοκλασικισμού Λύσανδρου Καυταντζόγλου, έργα του οποίου είναι μεταξύ άλλων, το Πολυτεχνείο στην οδό Πατησίων, το Οφθαλμιατρείο Αθηνών στην οδό Πανεπιστημίου, το Αρσάκειο, ο Ναός της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου και ο ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

Η επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Ιωάννα Καυταντζόγλου, με λαμπρές σπουδές στα πανεπιστήμια της Γενεύης και των Παρισίων φαντάζει στα μάτια του Θόδωρου το alter ego του. Μαζί μπορούν να κάνουν αμέτρητες συζητήσεις, έχουν κοινά ενδιαφέροντα, μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες. Η μόνη τους διαφορά, η έκθεσή τους απέναντι στον κόσμο. Η Ιωάννα αποστρέφεται τα πολιτικά μπαλκόνια, δεν την αφορά το χειροκρότημα και αδιαφορεί απέναντι σε κάθε είδους επίδειξη της εικόνας της. Δεν παντρεύονται ποτέ. Οχι επειδή δεν της το ζητάει ο Πάγκαλος, αλλά επειδή δεν το επιθυμεί η ίδια. Προτιμά να ζούνε έτσι. Ως καλοί σύντροφοι, ελεύθεροι από τα δεσμά του γάμου. Ετσι ζουν μέχρι τις αρχές του 1990 σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι μαζί με τον γιο τους Λύσανδρο Πάγκαλο-Καυταντζόγλου. Ο δεύτερος μεγάλος χωρισμός του Πάγκαλου είναι κι αυτή τη φορά κάτι παραπάνω από βελούδινος και πολιτισμένος για χάρη τόσο του παιδιού όσο και του μεγάλου έρωτα που κάποτε υπήρξε…

Ενας ακόμη γάμος και ένα πολυσυζητημένο διαζύγιο

Διαβάστε ακόμη

Περισσότερα στην κατηγορία: Πολιτική