Να υπενθυμίσει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι οι πολιτικοί «λεονταρισμοί» στην Ελλάδα πρέπει να τελειώνουν και η χώρα πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να μπει ξανά στον πυρήνα της Ευρώπης, καταφέρνει η προαναγγελία του διοικητή της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, για την επέκταση της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης έως το 2017.
Η Ελλάδα έχει έτσι μία νέα ευκαιρία για να μπει στο τραίνο της Ανάπτυξης, αφού επί ένα ολόκληρο χρόνο «κρατούσε ομπρέλα» όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «έβρεχε χρήματα» στην Ευρώπη. Ο κύριος Ντράγκι είχε θέσει εξ αρχής όριο στην επαναγορά κρατικών ομολόγων, τέτοιο που να αποκλείει μόνο την Ελλάδα (και όχι την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία που είχαν και εκείνες ανάλογα προβλήματα με το χρέος τους). Τώρα όμως που η Ιρλανδία «τρέχει» με ανάπτυξη 6% το χρόνο, η παράταση του προγράμματος μπορεί να δώσει κίνητρο στην κυβέρνηση να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να προλάβει να ενταχθεί και αυτή στο καθεστώς που ισχύει και για τις άλλες χώρες.
Επί της ουσίας, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν επηρεάζεται άμεσα από την συνέχιση της παροχής ρευστότητος, καθώς αποκλείεται όσο η ΕΚΤ κρατάει πάνω από το 33% των κρατικών ομολόγων της. Το επόμενο βήμα όμως είναι, αν επιστρέψει η εμπιστοσύνη των επενδυτών και σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, να μπορέσει η ΕΚΤ να συμβάλει στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση.
Το ζήτημα είναι όμως αν η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει στα δύο αυτά πεδία: αξιοπιστία και ανάκαμψη, ώστε μετά να έρθει και έξτρα ρευστότητα.
Ως προς το πρώτο, κρίσιμο και χρήσιμο «κρας τεστ» μπορεί να θεωρηθεί η παρουσία της χώρας μας την Δευτέρα στην Νέα Υόρκη (όπου η κυβέρνηση και οι ελληνικές τράπεζες θα εκπροσωπηθούν σε ανώτατο επίπεδο) για το συνέδριο Capital link – Invest in Greece Forum.
Η στάση των αγορών θα είναι καθοριστική για τα επόμενα βήματα, αν διαλυθεί σύντομα ο φόβος Grexit (με βάση και μία θετική αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος) και επιστρέψει η ομαλότητα στην αγορά του ελληνικού χρέους.
Ως προς το δεύτερο, υπάρχουν επίσης πολλά ερωτηματικά, καθώς, για παράδειγμα, μετά τα capital controls στην Ελλάδα απαγορεύεται ακόμα και να «χαλάσει» κάποιος ένα χαρτονόμισμα των 500ευρω σε τράπεζα (και έτσι να επιστρέψουν στην αγορά τα λεφτά που κρύβονταν «στο στρώμα») ενώ αντιθέτως στην Ευρώπη από χθες η ΕΚΤ μείωσε έτι περαιτέρω τα επιτόκια καταθέσεων, ώστε να κινηθεί το χρήμα και να μη «λιμνάζει» στις τράπεζες.
Όλα αυτά, παρά το κοινώς νομιζόμενο, δεν εντάσσονται απλουστευτικά σε κάποια κόντρα «αριστερών», «δεξιών» ή φιλελεύθερων» στην Ευρώπη, ούτε στο σχέδιο «Grexit» που απεργάζονται κύκλοι της ΕΕ κλπ, αλλά μάλλον σε μία γενικότερη διαμάχη της ΕΚΤ και της γερμανικής Bundesbank για το κατάλληλο ύψος του πληθωρισμού στην Ευρώπη. Ενώ δηλαδή η Ευρωζώνη (και ειδικά η Νότια Ευρώπη) έφτασε να «καίγεται» από την ύφεση και τον αποπληθωρισμό, οι οικονομικοί εγκέφαλοι της γερμανικής «Σχολής» φοβούνται πως ο πληθωρισμός μπορεί να ξεφύγει πάνω από το ιδεατό όριο του 2%, με συνέπεια να χρειαστούν χρόνια μετά για να τιθασευτεί ξανά.
Ο Ιταλός Μάριο Ντράγκι πάντως δήλωσε χθες πως η ΕΚΤ έχει σχέδιο και όπλα να αντιμετωπίσει τέτοιους κινδύνους, δείχνοντας ότι θα επιμείνει να θέτει σαν πρώτη προτεραιότητα την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αλλά και αυτό δεν θα μπορεί να το κάνει χωρίς όρους, όπως τον αποκλεισμό των «ατίθασων» χωρών (της Ελλάδας δηλαδή) από τα μέτρα έξτρα παροχής ρευστότητος. Ενώ δηλαδή η ΕΚΤ μπορούσε να προβλέψει, λογικά, ένα όριο πχ 25% των ομολόγων, αποκλείοντας και άλλες χώρες, το έθεσε πέρυσι στο 33% «φωτογραφίζοντας» μόνον την Ελλάδα.
Σε αυτό το πνεύμα άλλωστε, από την άνοιξη του 2014 όταν είχε έρθει ο κύριος Ντράγκι στην Αθήνα, είχε στείλει το μήνυμα πως η Ελλάδα είχε αφήσει πίσω της τα πιο δύσκολα και θα έπρεπε να συνέχιζε λίγο ακόμη έτσι, ώστε από τις αρχές του 2015 να μπει και αυτή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ρευστότητας, το οποίο τότε ήταν στα σκαριά ακόμα.
Μένει να φανεί αν, εκτός από την παράταση του προγράμματος, ο κύριος Ντράγκι μπορεί (υπό προϋποθέσεις) να «χαλαρώσει» και το όριο του 33% το οποίο άφησε εκτός νυμφώνος ένα χρόνο τώρα την ελληνική οικονομία.