Η επίθεση των αγορών στα ελληνικά ομόλογα και στις μετοχές του Χρηματιστηρίου της Αθήνας τελικά συνέβαλε στην καλύτερη συνεννόηση μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και πιστωτών. Η μεν ελληνική κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι δεν θα είναι όλα ρόδινα αν αποτολμήσει να βγει στις αγορές και οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν ότι θα πρέπει να στηρίξουν εμπράκτως την ελληνική προσπάθεια και μάλιστα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θεωρούσαν.
Και ενώ το Χρηματιστήριο κατέρρεε επί τρεις ημέρες, όταν βγήκαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και δήλωσαν ότι η Ευρώπη δεν θα αφήσει την Ελλάδα στο έλεος των αγορών, αλλά και οι Ελληνες υπουργοί επισημαίνοντας ότι «δεν θα τα σπάσουμε με την Ευρώπη», το Χρηματιστήριο άρχισε να ανακάμπτει και η αγορά ομολόγων να εξομαλύνεται. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ανάκαμψη είχε η παρέμβαση του Ευρωπαίου κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι ότι θα δεχτεί σε υψηλότερες αξίες τα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών, αλλά και η δήλωση του αντιπροέδρου της Κομισιόν για θέματα οικονομίας Γίρκι Κατάινεν, ο οποίος είπε ότι η Ελλάδα θα υποστηριχτεί και θα συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων για τη διατήρηση των δημοσιονομικών της στόχων. Ολα αυτά βεβαίως αφορούν το επικοινωνιακό επίπεδο της διαπραγμάτευσης, ενώ η ουσία της ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί. Την αναγκαιότητά της όμως περιγράφει ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ότι «θα πρέπει να υπάρξει μια νέα συμφωνία διότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες και τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και δεν μπορούμε να συνεχίζουμε με μια συμφωνία που υπογράφτηκε το 2010 με βάση τις συνθήκες και τα δεδομένα της εποχής».
Η διαπραγμάτευση Η σημαντικότερη εξέλιξη της εβδομάδας που πέρασε είναι ότι και οι Ελληνες και οι Ευρωπαίοι έθεσαν τις βάσεις για τη διαμόρφωση ενός κοινού πλαισίου συνεργασίας. Κατάλαβαν δηλαδή και οι μεν και οι δε ότι κάτι πρέπει να κάνουν και απέκλεισαν τα δύο ακραία σενάρια:
πρώτον, ότι η Ελλάδα στο τέλος του χρόνου βγαίνει από κάθε είδους επιτήρηση και ξανοίγεται μόνη της στις αγορές και δεύτερον, ότι συνεχίζουμε τη σχέση μας με την Ε.Ε. χωρίς να κάνουμε τίποτα μέχρι τον Μάρτιο, περιμένοντας την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτά τα σενάρια απορρίφθηκαν και συμφωνήθηκε ότι θα βρούμε από κοινού ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας που θα έχει δύο συνιστώσες: θα πρέπει να εξασφαλίζει τους πιστωτές και παράλληλα θα πρέπει να παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στην ελληνική κυβέρνηση να ασκεί εθνική οικονομική πολιτική. Η διαπραγμάτευση λοιπόν προσπαθεί να φτιάξει μια νέα φόρμουλα συνεργασίας η οποία: α) θα πρέπει να εξασφαλίζει στους πιστωτές ότι η ελληνική πλευρά θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, θα έχει πλεονάσματα, δεν θα εκτραπεί δημοσιονομικά και κυρίως ότι θα πληρώνει τα δάνειά της στους ξένους δανειστές και β) θα εξασφαλίζει στην κυβέρνηση ελαστικότητα και ελευθερία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, χωρίς να υπάρχουν οι συστηματικοί έλεγχοι της τρόικας που προσβάλλουν την εθνική αξιοπρέπεια της Ελλάδας. Επίσης, αποφασίστηκε ότι η στήριξη της χώρας θα γίνεται πλέον μέσω της Ευρώπης και όχι του ΔΝΤ. Ολα αυτά διαμορφώνουν το πλαίσιο για μια νέα συνεργασία με την Ε.Ε., η οποία θα πραγματοποιηθεί μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου, οπότε και θα υπάρξει η επίσημη συμφωνία στο Eurogroup.
Η τρόικα και τα νέα μέτρα
Το μπαλάκι επιστρέφει στην τρόικα και την αξιολόγηση που θα κάνει για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αν αυτή είναι θετική, τότε στη συμφωνία με την Ευρώπη θα έχουμε μεγαλύτερη ευελιξία άσκησης πολιτικής. Αν είναι κακή, τότε η Ευρώπη θα απαιτήσει περισσότερες εξασφαλίσεις και θα έχουμε μικρότερη ευελιξία. Στις αρχές Νοεμβρίου, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάσει μια εικόνα στην τρόικα η οποία θα περιλαμβάνει τα μέτρα που σκέφτεται να πάρει για μειώσεις φόρων και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η τρόικα θα της δώσει οδηγίες για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να προχωρήσουν και τότε θα συμφωνηθούν και τα μέτρα που θα πρέπει να περάσει η κυβέρνηση από τη Βουλή πριν από το τέλος του έτους. Τα μέτρα αυτά δεν θα είναι δημοσιονομικά, αλλά θα αφορούν μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση. Με λίγα λόγια, θα είναι μέτρα με μεγάλο πολιτικό κόστος, το οποίο θα προέλθει από τη δυσαρέσκεια των δημοσίων υπαλλήλων. Και εδώ αρχίζουν τα πράγματα να δυσκολεύουν ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, διότι ούτε το ΠΑΣΟΚ θέλει να ληφθούν τέτοια μέτρα, ούτε οι περισσότεροι βουλευτές της Ν.Δ.
Αν υποθέσουμε ότι τα μέτρα θα συναποφασιστούν και θα περάσουν, η αξιολόγηση της τρόικας θα είναι θετική και θα αποκτήσουμε μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Αν όχι, θα ξαναμπλέξουμε, με τους Ευρωπαίους να ζητούν στο Eurogroup του Δεκεμβρίου μεγαλύτερες εξασφαλίσεις ότι δεν θα ξεφύγουμε από τις ευρωπαϊκές οδηγίες.
Πριν απ’ όλα αυτά, βέβαια, προηγούνται τα stress tests των τραπεζών, την πορεία των οποίων θα γνωρίζει πρώτος ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος όμως, έχει υπογράψει συμφωνητικό εχεμύθειας. Και ενώ οι πληροφορίες που διαρρέουν από το κυβερνητικό στρατόπεδο είναι ότι τελικά τα stress tests δεν θα είναι πολύ δυσάρεστα, οι παίκτες του Χρηματιστηρίου δείχνουν να έχουν άλλη άποψη και ξεπουλάνε συστηματικά τις τραπεζικές μετοχές. Το αποτέλεσμα θα γίνει γνωστό, κατά τις πληροφορίες, στις 26 Οκτωβρίου και θα κρίνει πολλά σχετικά με τον τρόπο αύξησης κεφαλαίου των τραπεζών, αλλά και τις δυνατότητες της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που έχουν απομείνει στο ΤΧΣ, κάτι που επηρεάζει όλη τη διαπραγμάτευση με την Ευρώπη και τη δυνατότητά μας να αυτοχρηματοδοτούμε την οικονομία μας.