Γεννημένη τον Οκτώβριο του 1956 στο παραθαλάσσιο θέρετρο του Ήστμπουρν στο ανατολικό Σάσεξ της νότιας Αγγλίας η Τερέζα Μέι μεγάλωσε σε ένα άνετο αλλά όχι ιδιαίτερα προνομιούχο περιβάλλον.
Γεννημένη τον Οκτώβριο του 1956 στο παραθαλάσσιο θέρετρο του Ήστμπουρν στο ανατολικό Σάσεξ της νότιας Αγγλίας η Τερέζα Μέι μεγάλωσε σε ένα άνετο αλλά όχι ιδιαίτερα προνομιούχο περιβάλλον.
Αμφότερες οι γιαγιάδες της εργάζονταν σε ιδιωτικές επαύλεις, στο Νότινγκ Χιλ και στο Ρέντινγκ αντίστοιχα, η μία ως υπηρέτρια και η άλλη ως εσωτερική βρεφοκόμος.Μοναχοκόρη του Αγγλικανού ιερέα Χιούμπερτ Μπρέιζερ και της Ζέιντι Μαίρη Μπαρνς, διατηρεί μέχρι σήμερα τη σχέση της με την εκκλησία και την πειθαρχημένη προσέγγιση κάθε εργασίας και υποχρέωσής της.
Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια τα πέρασε σε δημόσια σχολεία στην κομητεία του Όξφορντσιρ και για τις πανεπιστημιακές της σπουδές δε χρειάστηκε να μετακινηθεί μακριά, καθώς εξασφάλισε θέση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου αποφοίτησε το 1977 με πτυχίο στη Γεωγραφία.
Από το έτος αποφοίτησής της έως το 1983 εργάστηκε στην Τράπεζα της Αγγλίας και έπειτα, έως το 1997, ως οικονομική σύμβουλος και σύμβουλος διεθνών υποθέσεων στον Σύνδεσμο Υπηρεσιών Εκκαθάρισης Πληρωμών.
Η ενασχόλησή της με το Συντηρητικό Κόμμα είχε αρχίσει από μικρή ηλικία, ώσπου το 1997 κατάφερε να κερδίσει την έδρα για την περιφέρεια του Μέιντενχεντ, δυτικά του Λονδίνου. Έκτοτε έχει επανεκλεγεί πέντε φορές με άνετη πλειοψηφία.
Το άστρο της στο κόμμα είχε αρχίσει να ανατέλλει ήδη νωρίτερα, έτσι λίγο μετά την ανάδειξή της σε βουλευτή τοποθετήθηκε στη σκιώδη κυβέρνηση του τότε ηγέτη Γουίλιαμ Χέιγκ. Τον Ιούλιο του 2002 έγινε η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος, με την ομιλία της εκείνη τη χρονιά στο κομματικό συνέδριο να έχει μείνει στην ιστορία, καθώς παραδέχθηκε αυτό που πολλοί σκέφτονταν αλλά δεν τολμούσαν να αρθρώσουν – ότι πολλοί ψηφοφόροι έβλεπαν τους Συντηρητικούς ως «μοχθηρό κόμμα».
Η ομιλία αυτή άρχισε να διαμορφώνει τη φήμη της Τερέζα Μέι ως πολιτικού που δεν αρέσκεται στο να μασάει τα λόγια της ή να ενεργεί κατά παράβαση των πιστεύω της. Η προσήλωσή της στην εργασία της, η λιτή και «στεγνή» εκφορά του λόγου, η αποφυγή της δημοσιότητας, καθώς και οι συγκριτικά με πολλούς άλλους πολιτικούς περιορισμένες κοινωνικές συναναστροφές με συναδέλφους της βουλευτές, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες έχουν επίσης ενισχύσει τη φήμη της αυστηρής πολιτικού και της ψυχρής και απόμακρης γυναίκας. Τις τελευταίες εβδομάδες που η κα Μέι έχει έρθει στο προσκήνιο της επικαιρότητας, όσοι τη γνωρίζουν λένε ότι η φήμη της αυστηρής πολιτικού ισχύει, αλλά της ψυχρής, χωρίς χιούμορ γυναίκας όχι.
Η αυστηρότητα και η πειθαρχία τη βοήθησαν να γίνει η μακροβιότερη Υπουργός Εσωτερικών στη Βρετανία εδώ και 50 χρόνια, μετά από την τοποθέτησή της στις 12 Μαΐου 2010 από τον Ντέιβιντ Κάμερον. Θα χάσει μάλιστα το ρεκόρ της μακροβιότερης υπουργού σε αυτό το πόστο στην ιστορία της βρετανικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για τρεις εβδομάδες, λόγω της επίσπευσης της ανάληψης της πρωθυπουργίας. Το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο στη Βρετανία συγκεντρώνει αρμοδιότητες που σε άλλες χώρες μοιράζονται μεταξύ χαρτοφυλακίων εσωτερικών υποθέσεων και δημόσιας τάξης, θεωρείται «ναρκοπέδιο» για πολιτικούς, όπως μαρτυρούν οι πολλές περιπτώσεις φιλόδοξων πολιτικών που πέρασαν στην αφάνεια μετά από τη θητεία τους στο συγκεκριμένο πόστο.
Η Τερέζα Μέι θεωρείτο μεν πιθανή διεκδικήτρια της πρωθυπουργίας στη μετά-Κάμερον εποχή, αλλά στη συνείδηση των Βρετανών έχει εντυπωθεί περισσότερο ως μία αυστηρή Υπουργός Εσωτερικών. Οι περισσότεροι τη συνδυάζουν με την έμφαση στις προσπάθειες περιορισμού της μετανάστευσης από χώρες εκτός ΕΕ και με τις ενστάσεις για την υπερίσχυση αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έναντι βρετανικών αποφάσεων σε θέματα έκδοσης ξένων υπηκόων.
Η αυστηρότητά της φάνηκε από την προώθηση νόμου που απαγορεύει σε Βρετανούς πολίτες να φέρουν τους/τις μη-Βρετανούς/Βρετανίδες συζύγους τους στη Βρετανία εάν δεν έχουν εισόδημα μεγαλύτερο των 18.600 λιρών τον χρόνο. Κατά του νόμου έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πολλές οικογένειες που υποστηρίζουν ότι η κα Μέι τους κρατά χώρια, σε διαφορετικές χώρες. Η κίνηση της κας Μέι εντάσσεται στο πλαίσιο της υποστήριξής της στη δέσμευση του κ. Κάμερον για μείωση της καθαρής μετανάστευσης προς το Ηνωμένο Βασίλειο σε λιγότερο από 100.000 άτομα (αν και τις τελευταίες ημέρες μιλά μόνο για «βιώσιμα επίπεδα» μετανάστευσης).
Ένα άλλο στοιχείο του χαρακτήρα και της πολιτικής της, η αποφασιστικότητα, φάνηκε και στην τελικά επιτυχή παρατεταμένη προσπάθεια έκδοσης του Αμπού Κατάντα στην Ιορδανία, παρά τις αποτυχημένες αρχικές απόπειρες λόγω των ανησυχιών για τη μεταχείριση του ριζοσπαστικού ισλαμιστή κληρικούστη χώρα καταγωγής του.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, την κα Μέι συνοδεύει συχνά ο χαρακτηρισμός της εκπροσώπου του «φιλελεύθερου συντηρητισμού», με τον όρο «φιλελεύθερος» να έχει τη βρετανική χροιά αναφοράς κυρίως σε απόψεις επί κοινωνικών παρά οικονομικών πολιτικών. Για παράδειγμα ψήφισε υπέρ του γάμου των ομοφυλόφιλων.
Στον χαρακτηρισμό αυτό φαίνεται ότι θέλει να χτίσει η κα Μέι την πολιτική και τη φήμη της μπαίνοντας στην Ντάουνινγκ Στριτ. Κατά την παρουσίαση του πρωθυπουργικού της μανιφέστο λίγα λεπτά πριν η Άντρεα Λέντσομ παραιτηθεί και της παραδώσει στην ουσία τα κλειδιά του πρωθυπουργικού γραφείου, η Τερέζα Μέι εξέπληξε πολλούς τασσόμενη υπέρ οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που χαρακτηρίστηκαν ως «απόσπασμα από το εγχειρίδιο οποιουδήποτε σοσιαλιστή ηγέτη». Αρκετοί σχολιαστές επισήμαναν ομοιότητες με προτεινόμενες πολιτικές του τέως ηγέτη των Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ.
Μεταξύ άλλων η κα Μέι προανήγγειλε παρουσία εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια μεγάλων εταιρειών, δεσμευτική ψήφο για τους μετόχους, πάταξη της φοροαποφυγής από μεγάλες επιχειρήσεις και μέτρα που θα κάνουν τη χώρα «να λειτουργεί για όλους και όχι για τους λίγους προνομιούχους».
Η ομιλία της αποσκοπούσε ξεκάθαρα στο να προσελκύσει τους κεντρώους ψηφοφόρους, να κόψει δεσμούς με το βεβαρημένο πολύ πρόσφατο παρελθόν της πιο αριστοκρατικού υπόβαθρου ηγεσίας των Συντηρητικών και εσκεμμένα να επανατοποθετήσει το Συντηρητικό Κόμμα στο πολιτικό φάσμα την ώρα που η πιο δεξιά πτέρυγα των Brexiteersέχει υποστεί πλήγμα και οι Εργατικοί τελούν υπό την απειλή διάσπασης.
Η Τερέζα Μέι είπε: «Είναι ένα διαφορετικό είδος συντηρητισμού, το γνωρίζω. Πρόκειται για ένα ρήγμα με το παρελθόν. Αλλά είναι για την ακρίβεια απολύτως συνεπές με τις αρχές των Συντηρητικών.Διότι δεν πιστεύουμε μόνο στις αγορές, αλλά στις κοινότητες. Δεν πιστεύουμε μόνο στην ατομικότητα, αλλά στην κοινωνία. Δε μισούμε το κράτος, εκτιμούμε τον ρόλο που μόνο το κράτος μπορεί να παίξει. Πιστεύουμε ότι όλοι -όχι μόνο οι λίγοι προνομιούχοι- έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας όσων έχουν σημασία στη ζωή τους».
Η θεωρούμενη ευρωσκεπτικίστρια Τερέζα Μέι που στήριξε όμως την παραμονή στην ΕΕ, η χαρακτηρισθείσα «πιο δεξιά του Κάμερον» Μέι που υπόσχεται ωστόσο να κάνει πράξη την αρχή του «ενός έθνους», αναπόφευκτα έχει αρχίσει να συγκρίνεται ή να παρομοιάζεται με άλλους ηγέτες.
Με την Άνγκελα Μέρκελ για την τυφλή προσήλωση στην εκτέλεση του έργου που έχει μπροστά της με ύφος συναινετικό αλλά με αποφασιστικότητα. Με τον Γκόρντον Μπράουν για τη δυσκολία με την οποία παραχωρεί τον έλεγχο και αναθέτει δουλειές όντας ‘controlfreak’,αλλά και για την προσέγγιση της πολιτικής όχι τόσο από ιδεολογική οπτική όσο με γνώμονα τα προσωπικά πιστεύω και την ηθική -απότοκο της θρησκευτικής τους ανατροφής.
Και ασφαλώς με τη Μάργκαρετ Θάτσερ.Το αν η νέα Πρωθυπουργός – λάτρης των παπουτσιών αντί των τσαντών που ήταν το φετίχ της Θάτσερ, πιο συνειδητά φεμινίστρια σε σχέση με την πρώην Πρωθυπουργό αλλά το ίδιο σκληρά εργαζόμενη πολιτικός – θα αποδειχθεί όπως εύστοχα σημειώνει η DailyMail μία «μητέρα Τερέζα» που θα ενώσει τη χώρα ή μία ‘MaggieMay’ που σαν την «πρώτη» σιδηρά κυρία θα πολώσει τη Βρετανία, θα το δείξει η ιστορία, η οποία στη Βρετανία τους τελευταίους μήνες γράφεται από λεπτό προς λεπτό.